ἥδυμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἥδυμος]], δωρ. τ. ἅδυμος, -ον (Α) [[ηδύς]]<br />(ποιητ. τ. του [[ηδύς]]) (συν. επίθ. του ύπνου) [[γλυκός]], [[ευχάριστος]] (α. «[[ἥδυμος]] [[ὕπνος]]» β. «[[ἥδυμος]] [[οἶνος]]»).
|mltxt=[[ἥδυμος]], δωρ. τ. ἅδυμος, -ον (Α) [[ηδύς]]<br />(ποιητ. τ. του [[ηδύς]]) (συν. επίθ. του ύπνου) [[γλυκός]], [[ευχάριστος]] (α. «[[ἥδυμος]] [[ὕπνος]]» β. «[[ἥδυμος]] [[οἶνος]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἥδῠμος:''' -ον, ποιητ. αντί [[ἡδύς]], [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]· επίθ. του ύπνου, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἥδῠμος Medium diacritics: ἥδυμος Low diacritics: ήδυμος Capitals: ΗΔΥΜΟΣ
Transliteration A: hḗdymos Transliteration B: hēdymos Transliteration C: idymos Beta Code: h(/dumos

English (LSJ)

Dor. ἅδ- ον, poet. for ἡδύς,

   A sweet, pleasant, usu. epith. of sleep (v. νήδυμος, for which it is v.l. in Il.2.2, Od.4.793, 12.311, cf. Hsch. s.v. νήδυμος), h.Merc.241, 449, Antim.74, Simon.79, A.R.2.407; λόγοι Epich.179; οἶνος Orph.Fr.261: irreg. Sup. -έστατος Alcm. 137.

German (Pape)

[Seite 1153] ον, p. = ἡδύς; ὕπνος H. h. Merc. 241; Ap. Rh. 2, 407; Antimach. u. Simonids bei Schol. Il. 2, 2; λόγοι Epicharm. E. M. 420, 47; die VLL. führen aus Alcman auch den superlat. ἡδυμέστατος an. Vgl. νήδυμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἥδῠμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἡδύς, γλυκύς, εὐχάριστος,· ἐπίθ. τοῦ ὕπνου (πρβλ. νήδυμος), Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 241, 449, Ἀντίμ. καὶ Σιμων. παρ’ Εὐστ. 163. 28, Ἐπίχ. ἐν τῷ Ε. Μ. 420. 47· ἀνώμαλον συγκρ. ἡδυμέστερος, ὑπερθ. -έστατος, Ἀλκμὰν αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
agréable, doux.
Étymologie: ἡδύς.

Greek Monolingual

ἥδυμος, δωρ. τ. ἅδυμος, -ον (Α) ηδύς
(ποιητ. τ. του ηδύς) (συν. επίθ. του ύπνου) γλυκός, ευχάριστος (α. «ἥδυμος ὕπνος» β. «ἥδυμος οἶνος»).

Greek Monotonic

ἥδῠμος: -ον, ποιητ. αντί ἡδύς, γλυκός, ευχάριστος· επίθ. του ύπνου, σε Ομηρ. Ύμν.