ζάπυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζάπυρος]], -ον (Α)<br />[[διάπυρος]] («ἕλικες δ' ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έμ</i>-<i>πυρος</i>, <i>μελάμ</i>-<i>πυρος</i>].
|mltxt=[[ζάπυρος]], -ον (Α)<br />[[διάπυρος]] («ἕλικες δ' ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έμ</i>-<i>πυρος</i>, <i>μελάμ</i>-<i>πυρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζάπῠρος:''' [ᾰ], -ον ([[πῦρ]]), [[διάπυρος]], πυρωμένος, πυρακτωμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάπῠρος Medium diacritics: ζάπυρος Low diacritics: ζάπυρος Capitals: ΖΑΠΥΡΟΣ
Transliteration A: zápyros Transliteration B: zapyros Transliteration C: zapyros Beta Code: za/puros

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (πῦρ)

   A very fiery, ἕλικες στεροπῆς A.Pr.1084(anap.); πωτήματα Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE6.3.

German (Pape)

[Seite 1136] sehr feurig, Aesch. Prom. 1086.

Greek (Liddell-Scott)

ζάπῠρος: ᾰ, ον, (πῦρ) διάπυρος, πεπυρωμένος, ἕλικες στεροπῆς Αἰσχύλ. Πρ. 1084.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en feu.
Étymologie: ζα-, πῦρ.

Greek Monolingual

ζάπυρος, -ον (Α)
διάπυρος («ἕλικες δ' ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -πυρος (< πυρ), πρβλ. έμ-πυρος, μελάμ-πυρος].

Greek Monotonic

ζάπῠρος: [ᾰ], -ον (πῦρ), διάπυρος, πυρωμένος, πυρακτωμένος, σε Αισχύλ.