θούρος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=θοῡρος, -ον, θηλ. και θοῡρις (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[πολεμικός]]<br /><b>2.</b> (στην Ιλ.) [[επίθετο]] του θεού Άρεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θορ</i>-<i>Fος</i>, [[είτε]] απευθείας από τον αόρ. <i>θορ</i>-<i>είν</i> του [[θρώσκω]] [[είτε]] ως [[μεταπλασμός]] θ. σε -<i>υ</i>: <i>θόρ</i>-<i>υς</i> ( | |mltxt=θοῡρος, -ον, θηλ. και θοῡρις (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[πολεμικός]]<br /><b>2.</b> (στην Ιλ.) [[επίθετο]] του θεού Άρεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θορ</i>-<i>Fος</i>, [[είτε]] απευθείας από τον αόρ. <i>θορ</i>-<i>είν</i> του [[θρώσκω]] [[είτε]] ως [[μεταπλασμός]] θ. σε -<i>υ</i>: <i>θόρ</i>-<i>υς</i> ([[πρβλ]]. [[μανός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μαν</i>-<i>F</i>-<i>ός</i>, [[στενός]] <span style="color: red;"><</span> <i>στεν</i>- <i>Fός</i> <b>κ.ά.</b>). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[αθύρω]] «[[παίζω]], [[διασκεδάζω]], [[τραγουδώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θούριος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θουραίος]], [[θουράς]], [[θουρήεις]], [[θούρητρα]], <i>θουρίων</i>, [[θούρις]], [[θουρώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
θοῡρος, -ον, θηλ. και θοῡρις (Α)
1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός
2. (στην Ιλ.) επίθετο του θεού Άρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορ-Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ-είν του θρώσκω είτε ως μεταπλασμός θ. σε -υ: θόρ-υς (πρβλ. μανός < μαν-F-ός, στενός < στεν- Fός κ.ά.). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αθύρω «παίζω, διασκεδάζω, τραγουδώ».
ΠΑΡ. θούριος
αρχ.
θουραίος, θουράς, θουρήεις, θούρητρα, θουρίων, θούρις, θουρώ].