ίμερος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(17)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[ἵμερος]])<br />[[έντονος]] [[πόθος]], [[λαχτάρα]], σφοδρή [[επιθυμία]] για σαρκική [[απόλαυση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έντονη [[επιθυμία]] για [[κάτι]] ή για κάποιον (α. «σίτου... [[ἵμερος]]» — [[επιθυμία]] για [[φαγητό]], [[αίσθημα]] πείνας<br />β. «[[ἵμερος]] γόου» — [[πόθος]] να κλάψει [[κανείς]] για να ξεσπάσει<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Ἵμερος</i><br />θεϊκή ύπαρξη που ανήκει στον κύκλο του Έρωτα και της Αφροδίτης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἵμερον ἔχω» ή «[[ἵμερος]] ἔχει με» — ιμείρομαι, [[επιθυμώ]] πολύ<br />β) «πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι» (πολλές παρορμήσεις και συναισθήματα συγκεντρώνονται σ' ένα [[σημείο]], <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «γλυκὺς [[ἵμερος]]» — ο [[έρωτας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. [[ἵμερος]] <span style="color: red;"><</span> <i>si</i>-<i>smero</i>-<i>s</i> <span style="color: red;"><</span> <i>si</i>-<i>smer</i>-<i>y</i><sup>e</sup>/<sub>o</sub> (&GT; [[ἱμείρω]]), [[οπότε]] πρόκειται για μεταρρηματικό παρ. του ρ. [[ἱμείρω]]. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>smarati</i> «[[θυμάμαι]]» και αβεστ. <i>hĭ</i>-<i>šmar</i><i>ә</i><i>nt</i>- «προσέχοντας, με [[προσοχή]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιμερόεις]], [[ιμερώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α΄ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ιμεράμπυξ]], [[ιμερόγυιος]], [[ιμεροδερκής]], [[ιμεροθαλής]], [[ιμερόνους]], <i>ιμεράπνους</i>, [[ιμερόφρων]], [[ιμερόφωνος]]. (Β΄ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δυσίμερος]], [[εφίμερος]], [[πανίμερος]].
|mltxt=ὁ (Α [[ἵμερος]])<br />[[έντονος]] [[πόθος]], [[λαχτάρα]], σφοδρή [[επιθυμία]] για σαρκική [[απόλαυση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έντονη [[επιθυμία]] για [[κάτι]] ή για κάποιον (α. «σίτου... [[ἵμερος]]» — [[επιθυμία]] για [[φαγητό]], [[αίσθημα]] πείνας<br />β. «[[ἵμερος]] γόου» — [[πόθος]] να κλάψει [[κανείς]] για να ξεσπάσει<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Ἵμερος</i><br />θεϊκή ύπαρξη που ανήκει στον κύκλο του Έρωτα και της Αφροδίτης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἵμερον ἔχω» ή «[[ἵμερος]] ἔχει με» — ιμείρομαι, [[επιθυμώ]] πολύ<br />β) «πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι» (πολλές παρορμήσεις και συναισθήματα συγκεντρώνονται σ' ένα [[σημείο]], <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «γλυκὺς [[ἵμερος]]» — ο [[έρωτας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. [[ἵμερος]] <span style="color: red;"><</span> <i>si</i>-<i>smero</i>-<i>s</i> <span style="color: red;"><</span> <i>si</i>-<i>smer</i>-<i>y</i><sup>e</sup>/<sub>o</sub> (> [[ἱμείρω]]), [[οπότε]] πρόκειται για μεταρρηματικό παρ. του ρ. [[ἱμείρω]]. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>smarati</i> «[[θυμάμαι]]» και αβεστ. <i>hĭ</i>-<i>šmar</i><i>ә</i><i>nt</i>- «προσέχοντας, με [[προσοχή]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιμερόεις]], [[ιμερώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α΄ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ιμεράμπυξ]], [[ιμερόγυιος]], [[ιμεροδερκής]], [[ιμεροθαλής]], [[ιμερόνους]], <i>ιμεράπνους</i>, [[ιμερόφρων]], [[ιμερόφωνος]]. (Β΄ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δυσίμερος]], [[εφίμερος]], [[πανίμερος]].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

ὁ (Α ἵμερος)
έντονος πόθος, λαχτάρα, σφοδρή επιθυμία για σαρκική απόλαυση
αρχ.
1. έντονη επιθυμία για κάτι ή για κάποιον (α. «σίτου... ἵμερος» — επιθυμία για φαγητό, αίσθημα πείνας
β. «ἵμερος γόου» — πόθος να κλάψει κανείς για να ξεσπάσει
2. ως κύριο όν. ὁ Ἵμερος
θεϊκή ύπαρξη που ανήκει στον κύκλο του Έρωτα και της Αφροδίτης
3. φρ. α) «ἵμερον ἔχω» ή «ἵμερος ἔχει με» — ιμείρομαι, επιθυμώ πολύ
β) «πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι» (πολλές παρορμήσεις και συναισθήματα συγκεντρώνονται σ' ένα σημείο, Αισχύλ.)
γ) «γλυκὺς ἵμερος» — ο έρωτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ἵμερος < si-smero-s < si-smer-ye/o (> ἱμείρω), οπότε πρόκειται για μεταρρηματικό παρ. του ρ. ἱμείρω. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. smarati «θυμάμαι» και αβεστ. -šmarәnt- «προσέχοντας, με προσοχή».
ΠΑΡ. αρχ. ιμερόεις, ιμερώδης.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) αρχ. ιμεράμπυξ, ιμερόγυιος, ιμεροδερκής, ιμεροθαλής, ιμερόνους, ιμεράπνους, ιμερόφρων, ιμερόφωνος. (Β΄ συνθετικό) αρχ. δυσίμερος, εφίμερος, πανίμερος.