ζάγκλη: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(16) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζάγκλη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δρεπάνι]] για [[θέρισμα]]<br /><b>2.</b> αρχαία [[ονομασία]] της Μεσσήνης στη [[Σικελία]] από το [[σχήμα]] της φυσικής προκυμαίας που σχηματίζει το [[λιμάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σικελική [[λέξη]] άγνωστης προελεύσεως. Η ελληνική λ. [[είναι]] [[δρέπανον]]. Ίσως συνδέεται με λατ. <i>falx</i>]. | |mltxt=[[ζάγκλη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δρεπάνι]] για [[θέρισμα]]<br /><b>2.</b> αρχαία [[ονομασία]] της Μεσσήνης στη [[Σικελία]] από το [[σχήμα]] της φυσικής προκυμαίας που σχηματίζει το [[λιμάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σικελική [[λέξη]] άγνωστης προελεύσεως. Η ελληνική λ. [[είναι]] [[δρέπανον]]. Ίσως συνδέεται με λατ. <i>falx</i>]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[sickle]] (Nic. Al. 180);<br />Other forms: <b class="b3">ζάγκλον</b> n. (Th. 6, 4, Call. Aet. Oxy. 2080, 73); <b class="b3">δάγκλον δρέπανον</b> H.<br />Derivatives: <b class="b3">ζάγκλιον</b> = <b class="b3">σκολιόν</b> acc. to Str. 6, 2, 3. <b class="b3">Ζάγκλη</b> also name of a town in Sicily (later <b class="b3">Μεσσήνη</b>), after the sickle-like form. of its harbour (Th. 6, 4); with <b class="b3">Ζαγκλαῖοι</b> <b class="b2">inhabitants of the town</b> (Hdt.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Sicilian word (Th. l. c.) without etymology. Acc. to Niedermann (s. W.-Hofmann and EM s. [[falx]]) Ligurian and cognate with Lat. [[falx]] which is a loan from Ligurian. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:13, 3 January 2019
English (LSJ)
ἡ,= sq., Nic.Al.180. II an ancient name of Sicilian Messene, from the shape of the natural mole which forms the harbour, Th.6.4, etc.
German (Pape)
[Seite 1135] ἡ, Sichel, Winzermesser, im plur., Nic. Al. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ζάγκλη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀλ. 180. ΙΙ. ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Μεσσήνης ἐκ τοῦ σχήματος τῆς φυσικῆς προκυμαίας, ἥτις σχηματίζει τὸν λιμένα.
Greek Monolingual
ζάγκλη, ἡ (Α)
1. δρεπάνι για θέρισμα
2. αρχαία ονομασία της Μεσσήνης στη Σικελία από το σχήμα της φυσικής προκυμαίας που σχηματίζει το λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σικελική λέξη άγνωστης προελεύσεως. Η ελληνική λ. είναι δρέπανον. Ίσως συνδέεται με λατ. falx].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: sickle (Nic. Al. 180);
Other forms: ζάγκλον n. (Th. 6, 4, Call. Aet. Oxy. 2080, 73); δάγκλον δρέπανον H.
Derivatives: ζάγκλιον = σκολιόν acc. to Str. 6, 2, 3. Ζάγκλη also name of a town in Sicily (later Μεσσήνη), after the sickle-like form. of its harbour (Th. 6, 4); with Ζαγκλαῖοι inhabitants of the town (Hdt.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Sicilian word (Th. l. c.) without etymology. Acc. to Niedermann (s. W.-Hofmann and EM s. falx) Ligurian and cognate with Lat. falx which is a loan from Ligurian.