εξεγείρω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξεγείρω]]) [[εγείρω]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] κάποιον, τον [[κάνω]] να σηκωθεί από τη [[θέση]] του ή από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]], [[προκαλώ]] («[[μέλλων]] δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον»)<br /><b>3.</b> [[εξοργίζω]], [[προκαλώ]] [[αγανάκτηση]] («τα νέα [[μέτρα]] εξήγειραν τους πολίτες»)<br /><b>4.</b> [[ξεσηκώνω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανασταίνω]] («οὐδεὶς θανόντας ἐξεγείρει τοῡ τάφου»)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρακαλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξεγείρομαι</i><br />σηκώνομαι όρθιος<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]]) [[αναζωπυρώνω]].
|mltxt=(AM [[ἐξεγείρω]]) [[εγείρω]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] κάποιον, τον [[κάνω]] να σηκωθεί από τη [[θέση]] του ή από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]], [[προκαλώ]] («[[μέλλων]] δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον»)<br /><b>3.</b> [[εξοργίζω]], [[προκαλώ]] [[αγανάκτηση]] («τα νέα [[μέτρα]] εξήγειραν τους πολίτες»)<br /><b>4.</b> [[ξεσηκώνω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανασταίνω]] («οὐδεὶς θανόντας ἐξεγείρει τοῦ τάφου»)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρακαλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξεγείρομαι</i><br />σηκώνομαι όρθιος<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]]) [[αναζωπυρώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐξεγείρω) εγείρω
1. σηκώνω κάποιον, τον κάνω να σηκωθεί από τη θέση του ή από τον ύπνο
2. διεγείρω, προκαλώμέλλων δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον»)
3. εξοργίζω, προκαλώ αγανάκτηση («τα νέα μέτρα εξήγειραν τους πολίτες»)
4. ξεσηκώνω κάποιον εναντίον άλλου
αρχ.-μσν.
ανασταίνω («οὐδεὶς θανόντας ἐξεγείρει τοῦ τάφου»)
μσν.
παρακαλώ
αρχ.
1. μέσ. ἐξεγείρομαι
σηκώνομαι όρθιος
2. (για φωτιά) αναζωπυρώνω.