καρηβαρία: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρηβαρία]] και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [[καρηβαρώ]]<br /><b>1.</b> [[πόνος]] του κεφαλιού, [[κεφαλαλγία]], [[κεφαλόπονος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρηβαρία]] βάκτρου» — [[βάρος]] της κορυφής ράβδου, [[παράφραση]] για ροζιασμένο [[ραβδί]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=[[καρηβαρία]] και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [[καρηβαρώ]]<br /><b>1.</b> [[πόνος]] του κεφαλιού, [[κεφαλαλγία]], [[κεφαλόπονος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρηβαρία]] βάκτρου» — [[βάρος]] της κορυφής ράβδου, [[παράφραση]] για ροζιασμένο [[ραβδί]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰρηβᾰρία:''' ἡ<b class="num">1)</b> увесистость головки, т. е. тяжеловесный набалдашник (βάκτρου Anth.);<br /><b class="num">2)</b> ощущение тяжести в голове, головная боль Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρία Medium diacritics: καρηβαρία Low diacritics: καρηβαρία Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΙΑ
Transliteration A: karēbaría Transliteration B: karēbaria Transliteration C: karivaria Beta Code: karhbari/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, = foreg., Hp.Acut.49, Aph.5.22, Arist. Somn.Vig.456b29, Porph.Abst.1.28, Agath.2.38; κ. βάκτρου, paraphrase for a 'knobby' stick, AP9.249 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1327] ἡ, = καρηβάρεια; ὀζαλέη Macc. 10 (IX, 249), v. l. auch bei den Medic.

Greek Monolingual

καρηβαρία και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) καρηβαρώ
1. πόνος του κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος
2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» — βάρος της κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾰρηβᾰρία:1) увесистость головки, т. е. тяжеловесный набалдашник (βάκτρου Anth.);
2) ощущение тяжести в голове, головная боль Arst., Plut.