καταρτισμός: Difference between revisions
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
(19) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[καταρτισμός]]) [[καταρτίζω]]<br />1.η [[συγκρότηση]] ενός πράγματος η [[προπαρασκευή]] («[[καταρτισμός]] λόχου»)<br /><b>2.</b> η [[απόκτηση]] γνώσεων, η [[αγωγή]], η [[μόρφωση]] («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς [[ἔργον]] διακονίας», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανόρθωση]]<br /><b>2.</b> η [[επαναφορά]] εξαρθρωμένου μέλους<br /><b>3.</b> η [[εδραίωση]], η [[στερέωση]]<br /><b>4.</b> η [[διευθέτηση]], ο [[διακανονισμός]]. | |mltxt=ο (AM [[καταρτισμός]]) [[καταρτίζω]]<br />1.η [[συγκρότηση]] ενός πράγματος η [[προπαρασκευή]] («[[καταρτισμός]] λόχου»)<br /><b>2.</b> η [[απόκτηση]] γνώσεων, η [[αγωγή]], η [[μόρφωση]] («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς [[ἔργον]] διακονίας», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανόρθωση]]<br /><b>2.</b> η [[επαναφορά]] εξαρθρωμένου μέλους<br /><b>3.</b> η [[εδραίωση]], η [[στερέωση]]<br /><b>4.</b> η [[διευθέτηση]], ο [[διακανονισμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρτισμός:''' ὁ NT = [[κατάρτισις]] 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A restoration, reconciliation, Sm.Is.38.12. II Settling of a limb, Heliod. ap. Orib.49.1.1 (pl.), Sor.1.73 (pl.). III furnishing, preparation, αὐλῆς PTeb.33.12 (ii B.C.); ἱματίον PRyl. 127.28 (i A.D.). IV training, discipline, τῶν ἁγίων Ep.Eph.4.12.
German (Pape)
[Seite 1376] ὁ, = κατάρτισις, Einrenkung der Glieder, Medic. – Aussöhnung, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
καταρτισμός: ὁ, ἐπανόρθωσις σχέσεων, ἀποκατάστασις, διαλλαγή, Κλήμ. Ἀλ. 638. ΙΙ. ἡ τοποθέτησις μέλους ἐξαρθρωθέντος, ἀρθρεμβόλησις, ἡ μεταγωγὴ ὀστοῦ ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν τόπου εἰς τὸν κατὰ φύσιν, διὰ τομῶν καὶ καταρτισμῶν, Γαλην., Ὀρειβάσ. 135 Mai.
English (Strong)
from καταρτίζω; complete furnishing (objectively): perfecting.
English (Thayer)
καταρτισμου, ὁ, equivalent to κατάρτισις, which see: τίνος εἰς τί, Galen, others.))
Greek Monolingual
ο (AM καταρτισμός) καταρτίζω
1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευή («καταρτισμός λόχου»)
2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ)
αρχ.
1. επανόρθωση
2. η επαναφορά εξαρθρωμένου μέλους
3. η εδραίωση, η στερέωση
4. η διευθέτηση, ο διακανονισμός.
Russian (Dvoretsky)
καταρτισμός: ὁ NT = κατάρτισις 1.