καραβοκύρης: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(19)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[καραβοκύρης]] και καραβοκύριος)<br />[[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πλοίαρχος]], [[καπετάνιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδιοκτήτης]] πλοίου, [[πλοιοκτήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καράβι]] <span style="color: red;">+</span> [[κύριος]] (&GT; [[κύρης]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νοικο</i>-[[κύρης]]].
|mltxt=ο (Μ [[καραβοκύρης]] και καραβοκύριος)<br />[[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πλοίαρχος]], [[καπετάνιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδιοκτήτης]] πλοίου, [[πλοιοκτήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καράβι]] <span style="color: red;">+</span> [[κύριος]] (> [[κύρης]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νοικο</i>-[[κύρης]]].
}}
}}

Revision as of 15:27, 15 January 2019

Greek Monolingual

ο (Μ καραβοκύρης και καραβοκύριος)
κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος, καπετάνιος
νεοελλ.
ιδιοκτήτης πλοίου, πλοιοκτήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κύριος (> κύρης), πρβλ. νοικο-κύρης].