καρτερόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρτερόθυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[γενναιόψυχος]] («Μυσῶν... καρτεροθύμων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[σφοδρός]] («ἀνέμους... καρτεροθύμους», <b>Ησίοδ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρτερός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]], [[πνεύμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>θυμος</i>, <i>οξύ</i>-<i>θυμος</i>].
|mltxt=[[καρτερόθυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[γενναιόψυχος]] («Μυσῶν... καρτεροθύμων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[σφοδρός]] («ἀνέμους... καρτεροθύμους», <b>Ησίοδ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρτερός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]], [[πνεύμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>θυμος</i>, <i>οξύ</i>-<i>θυμος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καρτερόθῡμος:''' -ον, [[γενναιόψυχος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· γενικά, [[δυνατός]], [[ισχυρός]], <i>ἄνεμοι</i>, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερόθῡμος Medium diacritics: καρτερόθυμος Low diacritics: καρτερόθυμος Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: karteróthymos Transliteration B: karterothymos Transliteration C: karterothymos Beta Code: kartero/qumos

English (LSJ)

ον,

   A stronghearted, of heroes, Od.21.25, Il.13.350; Μυσοί 14.512; [Ζεύς], Ἔρις, Hes.Th.476, 225: generally, strong, mighty, ἄνεμοι ib.378.

German (Pape)

[Seite 1330] starkmuthig, starkes, standhaftes Sinnes; Herakles Od. 21, 25; Diomedes Il. 5, 277; Achilleus 13, 350; die Myser 14, 512; Eris Hes. Th. 225, die hartnäckige; übh. stark, gewaltig, ἄνεμοι ib. 378. 476.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερόθῡμος: -ον, ἔχων κρατερὰν καρδίαν, καρτερόψυχος, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἀχιλλέως, Τυδέως, Ὀδ. Φ. 25, Ἰλ. Ν. 350· ἐπὶ τῶν Μυσῶν, Ξ. 512· ἐπὶ τοῦ Διός, Ἡσ. Θ. 476· ἐπὶ τῆς Ἔριδος, αὐτόθι 225· καθόλου, σφοδρός, ἰσχυρός, ἄνεμοι αὐτόθι 378.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’âme ferme, courageux.
Étymologie: καρτερός, θυμός.

Greek Monolingual

καρτερόθυμος, -ον (Α)
1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.)
2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαό-θυμος, οξύ-θυμος].

Greek Monotonic

καρτερόθῡμος: -ον, γενναιόψυχος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· γενικά, δυνατός, ισχυρός, ἄνεμοι, σε Ησίοδ.