ἀπεικονίζω: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀπεικονίζω]])<br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] με ζωγραφικό ή πλαστικό [[έργο]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[εκφράζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συλλαμβάνω]] με τον νου, [[μελετώ]]<br />(αρχ., -ομαι) [[συμβολίζω]]. | |mltxt=(AM [[ἀπεικονίζω]])<br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] με ζωγραφικό ή πλαστικό [[έργο]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[εκφράζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συλλαμβάνω]] με τον νου, [[μελετώ]]<br />(αρχ., -ομαι) [[συμβολίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπεικονίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[εἰκών]]), αναπαριστώ [[κάτι]] σε [[μορφή]] αγάλματος, σε αδριάντα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
(εἰκών)
A represent in a statue, AP12.56 (Mel.); express, ψυχῇ κάλλος ib.127 (Mel.); generally, represent, Porph.Sent.44:— Pass., to be modelled, Ph.1.106, al.; to be described, 1.561. 2 Med., reflect, symbolize, τὴν [τῶν ἀπορρήτων] δύναμιν Procl. in Alc. p.25 C., cf. Inst.209, Aristaenet.2.5.
German (Pape)
[Seite 283] = ἀπεικάζω, Mel. 11. 26 (XII, 56. 127); Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεικονίζω: μέλλ. -ίσω (εἰκών), ὡς τὸ ἀπεικάζω, παριστῶ ἐν εἰκόνι, αὑτὸν ἀπεικονίσας ἔπλασε Πραξιτέλην Ἀνθ. Π. 12. 56· ἐκφράζω, αὐτόθι 127: ― Παθ., τῆς μὲν εἰκόνος κατὰ θεὸν ἀπεικονισθείσης Φίλων 1.106, 154, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
représenter une chose d’après une autre.
Étymologie: ἀπό, εἰκονίζω.
Spanish (DGE)
I 1representar en estatua, ἄγαλμα αὑτὸν ἀπεικονίσας AP 12.56 (Mel.)
•en v. pas. ser modelado εἰκόνος κατὰ τὸν θεὸν ἀπεικονισθείσης Ph.1.106.
2 representar, expresar ψυχῇ κάλλος AP 12.127 (Mel.), cf. Porph.Sent.44
•en v. pas. ser representado, simbolizado πέντε (πόλεις) ἀπεικονίσθησαν Ph.1.561.
II en v. med. simbolizar, representar τὴν (τῶν ἀπορρήτων) δύναμιν Procl.in Alc.25, cf. in Cra.51, Inst.209, Hero Def.136.24, Aristaenet.2.5.24.
Greek Monolingual
(AM ἀπεικονίζω)
1. παριστάνω κάτι με ζωγραφικό ή πλαστικό έργο
2. περιγράφω, εκφράζω
μσν.
συλλαμβάνω με τον νου, μελετώ
(αρχ., -ομαι) συμβολίζω.
Greek Monotonic
ἀπεικονίζω: μέλ. -ίσω (εἰκών), αναπαριστώ κάτι σε μορφή αγάλματος, σε αδριάντα, σε Ανθ.