καυσία: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(20) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καυσία]], ἡ (Α) [[καύσος]]<br />ελαφρό, [[λευκό]], πλατύγυρο [[κάλυμμα]] του κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για [[προφύλαξη]] από τον ήλιο («κρηπῑσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[καυσία]], ἡ (Α) [[καύσος]]<br />ελαφρό, [[λευκό]], πλατύγυρο [[κάλυμμα]] του κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για [[προφύλαξη]] από τον ήλιο («κρηπῑσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καυσία:''' ион. καυσίη ἡ кавсия (широкополая войлочная шляпа у македонян) Polyb., Plut., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, felt hat used by the Macedonians, forming part of the regalia of their kings, Men.331, Duris 14 J., Ephipp. (FGrH 126) 5 J., Nearch.28 J., Plb.4.4.5, AP6.335 (Antip. Thess.), Plu.Ant.54, Arr. An.7.22.2, Hdn.4.8.2.
German (Pape)
[Seite 1408] ἡ, ein weißer macedonischer Hut mit breiten Krempen, gegen die Sonnenhitze (καῦσις); Antip. Th. 10 (VI, 335) nennt ihn Μακεδόσιν εὔκολον ὅπλον καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ; Pol. 4, 4, 5 Plut. Ant. 54 u. öfter; Poll. 10, 162.
Greek (Liddell-Scott)
καυσία: ἐλαφρὸς καὶ εὐρὺν ἔχων γῦρον πῖλος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Μακεδόσι πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καυστικῶν τοῦ ἡλίου ἀκτίνων (καῦσις), Μένανδρ. ἐν «Μισογ.» 11, Πολύβ. 4. 4, 5, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, Ἀνθ. Π. 6. 335· πρβλ. Sturz εἰς Διαλ. Μακ. 41, Βεκκῆρον εἰς Χαρικλ. 443· «εἶδος πίλου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (ὡς καὶ τιάρα), σκέπουσά τε ἀπὸ καύσωνος καὶ ὡς εἰς περικεφαλαίαν συντελοῦσά τι» Λεξικ. Ρητορ. σ. 269, 19· «καυσία· πῖλος πλατύς, ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ διάδημα περιειλοῦντες» Εὐστάθ. 1398. 3˙ «καυσία· εὔκολον ὅπλον Μακεδονικὸν καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ» Ἀνθ. Π. 6. 335· συνάπτεται συχνὰ μετὰ τῆς χλαμύδος, ἥτις ἐπίσης ἦτο τῶν Μακεδόνων, Ἀθήν. 537F, 536A· χλαμὺς καὶ κ. διαδηματοφόρος Πλουτ. Ἀντών. 54, Ἠθ. 760Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chapeau macédonien à larges bords pour garantir du soleil.
Étymologie: καίω.
Greek Monolingual
καυσία, ἡ (Α) καύσος
ελαφρό, λευκό, πλατύγυρο κάλυμμα του κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για προφύλαξη από τον ήλιο («κρηπῑσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
καυσία: ион. καυσίη ἡ кавсия (широкополая войлочная шляпа у македонян) Polyb., Plut., Anth.