καυσία

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυσία Medium diacritics: καυσία Low diacritics: καυσία Capitals: ΚΑΥΣΙΑ
Transliteration A: kausía Transliteration B: kausia Transliteration C: kafsia Beta Code: kausi/a

English (LSJ)

ἡ, wide brimmed hat, felt hat used by the Macedonians, forming part of the regalia of their kings, Men.331, Duris 14 J., Ephipp. (FGrH 126) 5 J., Nearch.28 J., Plb.4.4.5, AP6.335 (Antip. Thess.), Plu.Ant.54, Arr. An.7.22.2, Hdn.4.8.2.

German (Pape)

[Seite 1408] ἡ, ein weißer macedonischer Hut mit breiten Krempen, gegen die Sonnenhitze (καῦσις); Antip. Th. 10 (VI, 335) nennt ihn Μακεδόσιν εὔκολον ὅπλον καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ; Pol. 4, 4, 5 Plut. Ant. 54 u. öfter; Poll. 10, 162.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chapeau macédonien à larges bords pour garantir du soleil.
Étymologie: καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυσία -ας, ἡ κάω vilthoed (Macedonisch).

Russian (Dvoretsky)

καυσία: ион. καυσίηкавсия (широкополая войлочная шляпа у македонян) Polyb., Plut., Anth.

Greek Monolingual

καυσία, ἡ (Α) καύσος
ελαφρό, λευκό, πλατύγυρο κάλυμμα του κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για προφύλαξη από τον ήλιο («κρηπῖσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», Πλούτ.).

Greek (Liddell-Scott)

καυσία: ἐλαφρὸς καὶ εὐρὺν ἔχων γῦρον πῖλος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Μακεδόσι πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καυστικῶν τοῦ ἡλίου ἀκτίνων (καῦσις), Μένανδρ. ἐν «Μισογ.» 11, Πολύβ. 4. 4, 5, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, Ἀνθ. Π. 6. 335· πρβλ. Sturz εἰς Διαλ. Μακ. 41, Βεκκῆρον εἰς Χαρικλ. 443· «εἶδος πίλου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (ὡς καὶ τιάρα), σκέπουσά τε ἀπὸ καύσωνος καὶ ὡς εἰς περικεφαλαίαν συντελοῦσά τι» Λεξικ. Ρητορ. σ. 269, 19· «καυσία· πῖλος πλατύς, ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ διάδημα περιειλοῦντες» Εὐστάθ. 1398. 3· «καυσία· εὔκολον ὅπλον Μακεδονικὸν καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ» Ἀνθ. Π. 6. 335· συνάπτεται συχνὰ μετὰ τῆς χλαμύδος, ἥτις ἐπίσης ἦτο τῶν Μακεδόνων, Ἀθήν. 537F, 536A· χλαμὺς καὶ κ. διαδηματοφόρος Πλουτ. Ἀντών. 54, Ἠθ. 760Β.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of a royal felt hat by the Macedonians (hell.; s. Hoffmann Maked. 55ff.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: - Unexplained. Suggestion by Sapir AmJPh 60, 464. DELG connects καίω (?). Fur. 119 refers to γαύσαπος and γαυσάπης; also Lat. gloss on gausape. Quite unclear.

Frisk Etymology German

καυσία: {kausía}
Grammar: f.
Meaning: Ben. eines königlichen Filzhutes bei den Makedonen (hell. u. spät; s. Hoffmann Maked. 55ff.).
Etymology: Unerklärt. Lose Vermutung von Sapir AmJPh 60, 464.
Page 1,803