κροῦμα: Difference between revisions
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κροῡμα, τὸ (Α) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[κρούση]], [[χτύπημα]]<br /><b>2.</b> [[τόνος]] ή [[νότα]] που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ [[δίκαιος]] [[ἀμείνων]] κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, [[ὥσπερ]] ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», <b>Πλάτ.</b><br />β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)<br /><b>3.</b> [[μελωδία]] («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.). | |mltxt=κροῡμα, τὸ (Α) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[κρούση]], [[χτύπημα]]<br /><b>2.</b> [[τόνος]] ή [[νότα]] που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ [[δίκαιος]] [[ἀμείνων]] κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, [[ὥσπερ]] ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», <b>Πλάτ.</b><br />β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)<br /><b>3.</b> [[μελωδία]] («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κροῦμα:''' -ατος, τό ([[κρούω]]), [[χτύπημα]], [[πλήγμα]]· [[ήχος]] που παράγεται από το [[χτύπημα]] έγχορδων οργάνων με το [[πλήκτρο]], [[νότα]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, το, (κρούω)
A beat, stroke, Ar.Ec.257 (sens. obsc.):— also κροῦσμα AP6.27 (Theaet.), Poet.de herb.121, Porph.Abst.1.43; κρούσμασι καὶ στρέμμασι blows and sprains, Paul.Aeg.3.78, cf. Poll.2.199. 2 sound produced by striking stringed instruments with the plectron, note, κρούεται τὰ κρούματα... τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ κάτω Hp. Vict.1.18, cf. Ar.Th.120 (lyr.), Pl.R.333b, Min.317d, etc.; τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κ. νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.; also of wind instruments, κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Plu.2.638c, cf. Poll.4.83, 7.88; σαλπιστικὰ κ. Id.4.84; τοιαῦτα . . νιγλαρεύων κ. Eup.110; αὐλεῖ . . σαπρὰ κ. Theopomp.Com.50; ἡ τοῦ κρούματος ἁρμονία the melody (on the pan-pipes), Ach.Tat.8.6, cf.APl.1.8 (Alc. Mess.); so, musical air, melody, BGU1125.4 (i B. C.); ᾠδαὶ καὶ κ. Jul.Or.2.49d:—also κροῦσμα, AP5.291.8 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1514] τό, das Geschlagene, der durch Schlagen, Stampfen u. dgl. hervorgebrachte Schall; bes. das auf Saiteninstrumenten, die mit dem Plektron geschlagen werden, gespielte Tonstück; Ar. Thesm. 126; κρούματα ἐν λύρᾳ Plat. Alc. I, 107 a; Sp., wie Luc. Nigr. 15. – Bei Poll. 7, 88 auch κρούματα τὰ ἐν αὐλητικῇ u. 4, 84 σαλπιστικά; also übh. das auf einem Instrument Vorgetragene, = αὔλημα, Plut. Symp. 2, 4. – Im obscönen Sinne Ar. Eccl. 257. – S. auch κροῦσμα.
Greek (Liddell-Scott)
κροῦμα: τό, (κρούω) κτύπημα, οὐκ ἄπειρος οὖσα πολλῶν κρουμάτων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 257 (ἐπὶ συνουσίας)· οὕτω, κροῦσμα, Ἀνθ. Π. 6. 27, Ποιητ. Βοταν. 121. 2) ἦχος παραγόμενος ἐκ τῆς κρούσεως ἐγχόρδου ὀργάνου διὰ τοῦ πλήκτρου, ἦχος, τόνος, κρούεται τὰ κρούματα... τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ κάτω Ἱππ. 346. 16, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 120, Πλάτ. Πολ. 333Ε, κτλ.· ἐν τῷ τύπῳ, κροῦσμα, Ἀνθ. Π. 5. 292· ― ὅθεν μέλος παιζόμενον εἰς τὴν λύραν ἢ κιθάραν, Πλάτ. Μίν. 317D· εὔχρηστον ὡσαύτως, οὐχὶ ὀρθῶς, ἐπὶ πνευστῶν ὀργάνων, (κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Πλούτ. 2. 638C· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 84., Ζ΄, 88), τοιαῦτα... νιγλαρεύων κρ., τοιαῦτα τερετίζων κρ., Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 27· αὐλεῖ... σαπρὰ κρούματα Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Σειρῆσιν» 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action de frapper un instrument à cordes avec le plectre.
Étymologie: κρούω.
Syn. αὔλημα.
Greek Monolingual
κροῡμα, τὸ (Α) κρούω
1. κρούση, χτύπημα
2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ.
β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)
3. μελωδία («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).
Greek Monotonic
κροῦμα: -ατος, τό (κρούω), χτύπημα, πλήγμα· ήχος που παράγεται από το χτύπημα έγχορδων οργάνων με το πλήκτρο, νότα, σε Πλάτ.