μακρηγορία: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[μακρηγορία]], Α δωρ. τ. μακραγορία) [[μακρηγορώ]]<br />[[μακρύς]], [[διεξοδικός]], [[εκτεταμένος]] [[λόγος]], [[μακρολογία]].
|mltxt=η (AM [[μακρηγορία]], Α δωρ. τ. μακραγορία) [[μακρηγορώ]]<br />[[μακρύς]], [[διεξοδικός]], [[εκτεταμένος]] [[λόγος]], [[μακρολογία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μακρηγορία:''' Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, [[πλήξη]] από [[μακρολογία]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρηγορία Medium diacritics: μακρηγορία Low diacritics: μακρηγορία Capitals: ΜΑΚΡΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: makrēgoría Transliteration B: makrēgoria Transliteration C: makrigoria Beta Code: makrhgori/a

English (LSJ)

Dor. μακρᾱγ-, ἡ,

   A long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.

Greek (Liddell-Scott)

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.

Greek Monolingual

η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) μακρηγορώ
μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία.

Greek Monotonic

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, πλήξη από μακρολογία, σε Πίνδ.