μεγαληνορία: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαληνορία]], δωρ. τ. [[μεγαλανορία]], ἡ (Α) [[μεγαλήνωρ]]<br /><b>1.</b> [[μεγαλοφροσύνη]], [[μεγαλοψυχία]]<br /><b>2.</b> [[περηφάνια]]. | |mltxt=[[μεγαληνορία]], δωρ. τ. [[μεγαλανορία]], ἡ (Α) [[μεγαλήνωρ]]<br /><b>1.</b> [[μεγαλοφροσύνη]], [[μεγαλοψυχία]]<br /><b>2.</b> [[περηφάνια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰληνορία:''' ἡ, [[μεγάλη]] [[ανδρεία]], περήφανη αυτοεκτίμηση, [[υπεροψία]], σε Πίνδ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. μεγᾰλ-ᾱνορία, ἡ,
A manliness, self-confidence, Pi.N.11.44 (pl.). 2 haughtiness, E.Ph.184 (lyr., sed -ηγορ- Sch.).
German (Pape)
[Seite 105] ἡ, große Mannhaftigkeit, hoher Muth, gew. tadelnd, Hochmuth, μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, Pind. N. 11, 44; μεγαλανορίαισιν ἐμὰς φρένας οὐ φοβήσεις, Eur. Heracl. 357; Phoen. 185; Mesomed. Hymn. in Nemes. 19.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰληνορία: ἡ, μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία, Πινδ. Νεμ. 11. 57, ἐν τῷ πληθυντ.· - ὑπερηφανία, Εὐρ. Φοίν. 185, Ἡρακλεῖδαι 356.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 grand dessein;
2 orgueil.
Étymologie: μεγαλήνωρ.
Greek Monolingual
μεγαληνορία, δωρ. τ. μεγαλανορία, ἡ (Α) μεγαλήνωρ
1. μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία
2. περηφάνια.
Greek Monotonic
μεγᾰληνορία: ἡ, μεγάλη ανδρεία, περήφανη αυτοεκτίμηση, υπεροψία, σε Πίνδ., Ευρ.