μεγαλογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υψηλό και ευγενές [[φρόνημα]], [[μεγαλόφρων]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεγαλόγνωμον</i><br />η [[μεγαλογνωμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[γνώμων]], <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[μεγαλογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υψηλό και ευγενές [[φρόνημα]], [[μεγαλόφρων]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεγαλόγνωμον</i><br />η [[μεγαλογνωμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[γνώμων]], <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλογνώμων:''' -ον, αυτός που έχει ευγενές [[φρόνημα]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλογνώμων Medium diacritics: μεγαλογνώμων Low diacritics: μεγαλογνώμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: megalognṓmōn Transliteration B: megalognōmōn Transliteration C: megalognomon Beta Code: megalognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A of lofty sentiments, high-minded, Id.Oec.21.8: τὸ μ., = foreg., Philostr.Ep.73, cf. X.Ages.9.6.

German (Pape)

[Seite 106] ον, von hoher, erhabener Gesinnung, Xen. Oec. 21, 8 Ages. 9, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλογνώμων: -ον, ὁ ἔχων ἔξοχα, γενναῖα αἰσθήματα, μεγαλόφρων, Ξεν. Οἰκ. 21, 8· τὸ μ. = τῷ προηγ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 9. 6.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a de grands sentiments, magnanime ; τὸ μεγαλογνῶμον la magnanimité.
Étymologie: μέγας, γνώμη.

Greek Monolingual

μεγαλογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει υψηλό και ευγενές φρόνημα, μεγαλόφρων
2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόγνωμον
η μεγαλογνωμοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ-γνώμων, ισχυρο-γνώμων.

Greek Monotonic

μεγᾰλογνώμων: -ον, αυτός που έχει ευγενές φρόνημα, σε Ξεν.