ἄκαυστος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[άκαυτος]], -η, -ο (Α [[ἄκαυστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί να καεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει πάθει [[καμιά]] [[συμφορά]]<br /><b>3.</b> «άκαυτο [[μέλι]]» — [[μέλι]] το οποίο δεν έχουν μαζέψει ζεσταίνοντας τις κερήθρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί<br />«[[ἄκαυστος]] [[αἱμορροΐς]]» (Ιπποκράτης)<br /><b>2.</b> όποιος καίγεται αδιάκοπα<br />«κατέδεται αὐτὸν πῡρ ἄκαυστον» (ΠΔ Ιώβ 20.26).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καυστός]] ή [[καυτός]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκαυστῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο και [[άκαυτος]], -η, -ο (Α [[ἄκαυστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί να καεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει πάθει [[καμιά]] [[συμφορά]]<br /><b>3.</b> «άκαυτο [[μέλι]]» — [[μέλι]] το οποίο δεν έχουν μαζέψει ζεσταίνοντας τις κερήθρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί<br />«[[ἄκαυστος]] [[αἱμορροΐς]]» (Ιπποκράτης)<br /><b>2.</b> όποιος καίγεται αδιάκοπα<br />«κατέδεται αὐτὸν πῡρ ἄκαυστον» (ΠΔ Ιώβ 20.26).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καυστός]] ή [[καυτός]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκαυστῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκαυστος:''' -ον ([[καίω]]), αυτός που δεν έχει καεί, [[άφλεκτος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαυστος Medium diacritics: ἄκαυστος Low diacritics: άκαυστος Capitals: ΑΚΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ákaustos Transliteration B: akaustos Transliteration C: akafstos Beta Code: a)/kaustos

English (LSJ)

ον, (καίω)

   A unburnt, Hp.Haem.2, X.An.3.5.13.    2 incombustible, Arist.Mete.387a18, Thphr.Lap.4; unquenchable (v.l. for ἄσβεστος), πῦρ LXX Jb.20.26.

German (Pape)

[Seite 70] unverbrennlich, Arist. Meteor. 4, 8: – nicht verbrannt, κῶμαι Xen. An. 3, 5, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαυστος: -ον, (καίω) ὁ μὴ κεκαυμένος, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 13. 2) ὅστις ἀδύνατον εἶναι νὰ καῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non brûlé.
Étymologie: ἀ, καίω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no incendiado, no quemado κῶμαι X.An.3.5.13, ὁ δὲ Λιπαραῖος (sc. λίθος) ἐκποροῦταί τε τῇ καύσει ... λεῖός ἐστι καὶ πυκνὸς ἄ. ὤν la piedra de Lípara se vuelve porosa con la combustión ... (pero) es lisa y densa cuando no ha sido quemada Thphr.Lap.14, cf. D.C.66.21.2
medic. no cauterizado μηδεμία ... τῶν αἱμορροΐδων Hp.Haem.2.
2 no encendido del fuego divino κατέδεται αὐτὸν πῦρ ἄ. le devorará un fuego no encendido (por el hombre), LXX Ib.20.26.
II resistente al fuego, incombustible τὰ μέν καυστά ἐστι τὰ δὲ ἄκαυστα Arist.Mete.387a18, ἄνθραξ Thphr.Lap.18, cf. 19, Plin.HN 37.92.
III que no quema ἄ. τὸ φῶς τῆς ἀναπαύσεως la luz de la bienaventuranza no quema Basil.M.29.297C.

Greek Monolingual

-η, -ο και άκαυτος, -η, -ο (Α ἄκαυστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί
2. εκείνος που δεν μπορεί να καεί
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά
2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά
3. «άκαυτο μέλι» — μέλι το οποίο δεν έχουν μαζέψει ζεσταίνοντας τις κερήθρες
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί
«ἄκαυστος αἱμορροΐς» (Ιπποκράτης)
2. όποιος καίγεται αδιάκοπα
«κατέδεται αὐτὸν πῡρ ἄκαυστον» (ΠΔ Ιώβ 20.26).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καυστός ή καυτός < καίω
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαυστῶ].

Greek Monotonic

ἄκαυστος: -ον (καίω), αυτός που δεν έχει καεί, άφλεκτος, σε Ξεν.