Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακροβολίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(2)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀκροβολίζομαι]]) [[ἀκρόβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Στρατ.)</b><br /><b>1.</b> αναπτύσσομαι σε αραιή [[τάξη]] ή [[φάλαγγα]] (<b>βλ.</b> [[ακροβολισμός]])<br /><b>2.</b> [[ανταλλάσσω]] με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς [[προτού]] εμπλακώ σε κανονική [[μάχη]], [[αψιμαχώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] από [[μακριά]], εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη [[κατά]] του εχθρικού στρατεύματος<br /><b>2.</b> [[αψιμαχώ]], σε [[αντίθεση]] με το «[[μάχομαι]] ἐκ τοῡ [[συστάδην]]» ([[σώμα]] με [[σώμα]])<br /><b>3.</b> [[ανταλλάσσω]] διαπληκτισμούς, [[μαλώνω]] [[κατά]] τη [[συζήτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκρόβολος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβολισμός]], [[ακροβολιστής]], [[ακροβολιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκροβόλισις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβολιστής]], [[ακροβολιστί]]].
|mltxt=(Α [[ἀκροβολίζομαι]]) [[ἀκρόβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Στρατ.)</b><br /><b>1.</b> αναπτύσσομαι σε αραιή [[τάξη]] ή [[φάλαγγα]] (<b>βλ.</b> [[ακροβολισμός]])<br /><b>2.</b> [[ανταλλάσσω]] με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς [[προτού]] εμπλακώ σε κανονική [[μάχη]], [[αψιμαχώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] από [[μακριά]], εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη [[κατά]] του εχθρικού στρατεύματος<br /><b>2.</b> [[αψιμαχώ]], σε [[αντίθεση]] με το «[[μάχομαι]] ἐκ τοῦ [[συστάδην]]» ([[σώμα]] με [[σώμα]])<br /><b>3.</b> [[ανταλλάσσω]] διαπληκτισμούς, [[μαλώνω]] [[κατά]] τη [[συζήτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκρόβολος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβολισμός]], [[ακροβολιστής]], [[ακροβολιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκροβόλισις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβολιστής]], [[ακροβολιστί]]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἀκροβολίζομαι) ἀκρόβολος
νεοελλ.
(Στρατ.)
1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός)
2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ
αρχ.
1. μάχομαι από μακριά, εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη κατά του εχθρικού στρατεύματος
2. αψιμαχώ, σε αντίθεση με το «μάχομαι ἐκ τοῦ συστάδην» (σώμα με σώμα)
3. ανταλλάσσω διαπληκτισμούς, μαλώνω κατά τη συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρόβολος.
ΠΑΡ. ακροβολισμός, ακροβολιστής, ακροβολιστικός
αρχ.
ἀκροβόλισις
νεοελλ.
ακροβολιστής, ακροβολιστί].