ἀκροπόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περνά [[μέσα]] από [[κάτι]], που διατρυπά με την [[αιχμή]]<br /><b>2.</b> <b>(προπαροξ.)</b> ακρόπορος<br />αυτός που έχει [[άνοιγμα]] στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πείρω]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που ανεβαίνει [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πορεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκροπορία</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περνά [[μέσα]] από [[κάτι]], που διατρυπά με την [[αιχμή]]<br /><b>2.</b> <b>(προπαροξ.)</b> ακρόπορος<br />αυτός που έχει [[άνοιγμα]] στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πείρω]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που ανεβαίνει [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πορεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκροπορία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροπόρος:''' -ον ([[πείρω]]), αυτός που τρυπά, διαπερνά με την [[αιχμή]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροπόρος Medium diacritics: ἀκροπόρος Low diacritics: ακροπόρος Capitals: ΑΚΡΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: akropóros Transliteration B: akroporos Transliteration C: akroporos Beta Code: a)kropo/ros

English (LSJ)

ον,

   A boring through, piercing with the point, ὀβελοί Od.3.463.    2 proparox., ἀκρόπορος, ον, Pass., with opening at end, σῦριγξ Nonn.D.2.2.    II (πορεύομαι) going on high, ib.46.136.

German (Pape)

[Seite 84] mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῦριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροπόρος: -ον, ὁ διὰ μέσου διερχόμενος, διὰ τῆς αἰχμῆς διατρυπῶν, ὀβελοί, Ὀδ. Γ. 463. 2) προπαροξ., ἀκρόπορος, ον, παθ. μὲ πόρον, ἄνοιγμα κατὰ τὸ ἄκρον, σῦριγξ, Νόνν. Δ. 22. ΙΙ. (πορεύομαι) ὁ εἰς ὕψος ἀνερχόμενος, ὑψηλὰ περιπατῶν, αὐτόθι 46, 136.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui perce avec la pointe, à la pointe aiguë.
Étymologie: ἄκρος, πείρω.

English (Autenrieth)

(πείρω): with piercing point, acc. pl., Od. 3.463†.

Spanish (DGE)

-ον
de punta que atraviesa ὀβελοί Od.3.463, χαλκός Nonn.D.5.26.

Greek Monolingual

(I)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή
2. (προπαροξ.) ακρόπορος
αυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πείρω.———————— (II)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
εκείνος που ανεβαίνει ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πορεύομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροπορία].

Greek Monotonic

ἀκροπόρος: -ον (πείρω), αυτός που τρυπά, διαπερνά με την αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.