ἁλατίζω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(2) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alatizo | |Transliteration C=alatizo | ||
|Beta Code=a(lati/zw | |Beta Code=a(lati/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sprinkle with salt]], [Gal.]14.576, Anon. <span class="title">in Rh.</span>14.2.30 (Pass.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 15:33, 1 July 2020
English (LSJ)
A sprinkle with salt, [Gal.]14.576, Anon. in Rh.14.2.30 (Pass.).
Spanish (DGE)
salar Gal.14.576, Anon.in Rh.142.30.
Greek Monolingual
(Α ἀλατίζω)
πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό
νεοελλ.
1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω
2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα
3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά
4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω αλύπητα, σκληρά, μέχρι θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλατισιά, αλάτισμα, αλατισμένος, αλατιστός].