ἁμαρτῇ: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
(3) |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἁμαρτῆ Sol.23.4 | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἁμαρτῆ Sol.23.4<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />adv. [[al mismo tiempo]] ῥήσσοντες ἁ. μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες <i>Il</i>.18.571, cf. 5.656, 21.162, ὁ δ' ἀ. δῖος Ὀδυσσεὺς ἰὸν ἀποπροΐει <i>Od</i>.22.81, θυμοῦ θ' ἁ. καὶ φρενῶν ἀποσφαλείς fallando al tiempo su valor y su inteligencia</i> Sol.23.4.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀμαρεῖν]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁμαρτῇ]] και [[ἁμαρτῆ]] ή [[ἁμαρτῆ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης του επιθ. <i>ἅμαρτος</i> με επιρρηματική [[χρήση]]. Με το επίθ. <i>ἅμαρτος</i> συνδέεται [[επίσης]] και ο ρηματ. τ. <i>ἀμαρτῶ</i>. Η λ. <i>άμαρτος</i> θεωρείται σύνθετη από το επίρρ. <i>ἅμα</i> και το ρ. <i>ἀφαρίσκω</i>. Το επίρρ. [[ἁμαρτῇ]] απαντά και ως [[ὁμαρτῇ]] (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>ὁμαρτῶ</i>, <i>συμπαρομαρτῶ</i>, <i>συμπαρομαρτυροῦντα</i> <b>κ.λπ.</b>) πιθ. κατ’ [[επίδραση]] του επιρρ. [[ὁμοῦ]]. Τέλος από τη λ. [[ἁμαρτῆ]] προήλθε και [[επιρρηματικός]] τ. [[ἁμαρτήδην]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁμαρτῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαρτήδην]]]. | |mltxt=[[ἁμαρτῇ]] και [[ἁμαρτῆ]] ή [[ἁμαρτῆ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης του επιθ. <i>ἅμαρτος</i> με επιρρηματική [[χρήση]]. Με το επίθ. <i>ἅμαρτος</i> συνδέεται [[επίσης]] και ο ρηματ. τ. <i>ἀμαρτῶ</i>. Η λ. <i>άμαρτος</i> θεωρείται σύνθετη από το επίρρ. <i>ἅμα</i> και το ρ. <i>ἀφαρίσκω</i>. Το επίρρ. [[ἁμαρτῇ]] απαντά και ως [[ὁμαρτῇ]] (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>ὁμαρτῶ</i>, <i>συμπαρομαρτῶ</i>, <i>συμπαρομαρτυροῦντα</i> <b>κ.λπ.</b>) πιθ. κατ’ [[επίδραση]] του επιρρ. [[ὁμοῦ]]. Τέλος από τη λ. [[ἁμαρτῆ]] προήλθε και [[επιρρηματικός]] τ. [[ἁμαρτήδην]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁμαρτῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαρτήδην]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:49, 20 July 2021
German (Pape)
[Seite 116] (ἅμα, ἄρω, vgl. ὁμαρτέω), zusammen, zugleich, von gleichzeitigen Handlungen, Hom. viermal, Il. 5, 656. 18, 571. 21, 162 Od. 22, 81. Aristarch las ἁμαρτή, s. Herodian. Scholl. Iliad. 5, 656. 21, 162.
French (Bailly abrégé)
v. ἀμαρτή.
English (Autenrieth)
(ἅμα, root αρ): at once, together.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἁμαρτῆ Sol.23.4
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. al mismo tiempo ῥήσσοντες ἁ. μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες Il.18.571, cf. 5.656, 21.162, ὁ δ' ἀ. δῖος Ὀδυσσεὺς ἰὸν ἀποπροΐει Od.22.81, θυμοῦ θ' ἁ. καὶ φρενῶν ἀποσφαλείς fallando al tiempo su valor y su inteligencia Sol.23.4.
• Etimología: Cf. ἀμαρεῖν.
Greek Monolingual
ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α)
τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης του επιθ. ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη από το επίρρ. ἅμα και το ρ. ἀφαρίσκω. Το επίρρ. ἁμαρτῇ απαντά και ως ὁμαρτῇ (πρβλ. και ὁμαρτῶ, συμπαρομαρτῶ, συμπαρομαρτυροῦντα κ.λπ.) πιθ. κατ’ επίδραση του επιρρ. ὁμοῦ. Τέλος από τη λ. ἁμαρτῆ προήλθε και επιρρηματικός τ. ἁμαρτήδην.
ΠΑΡ. αρχ. ἁμαρτῶ
μσν.
ἁμαρτήδην].