ἀνάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anazo
|Transliteration C=anazo
|Beta Code=a)na/zw
|Beta Code=a)na/zw
|Definition=Tarent. for <b class="b3">ἀνάσσω</b>, Heraclid. ap. <span class="bibl">Eust. 1654.27</span>.
|Definition=Tarent. for [[ἀνάσσω]], Heraclid. ap. <span class="bibl">Eust. 1654.27</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:25, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάζω Medium diacritics: ἀνάζω Low diacritics: ανάζω Capitals: ΑΝΑΖΩ
Transliteration A: anázō Transliteration B: anazō Transliteration C: anazo Beta Code: a)na/zw

English (LSJ)

Tarent. for ἀνάσσω, Heraclid. ap. Eust. 1654.27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάζω: κατὰ τοὺς Ταραντίνους ἀντὶ ἀνάσσω, Ahrens Δωρ. δ. 101.

Spanish (DGE)

v. ἀνάσσω.

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΜ ἀναζῶ, -άω και -ώω)
επανέρχομαι στη ζωή, αναβιώνω, ξαναζώ
νεοελλ.
1. ανακτώ δυνάμεις, αναζωογονούμαι
2. εμφανίζω σημεία ζωής λέγεται για το έμβρυο που σκιρτά για πρώτη φορά μέσα στη μήτρα
3. επαναφέρω κάποιον στη ζωή
4. παρέχω σε κάποιον σωματικές δυνάμεις και ευρωστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζῶ].