ἀνακέλαδος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνακέλαδος]], ο (Α)<br />δυνατή [[κραυγή]], [[έντονος]] [[θόρυβος]], [[οχλοβοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- επιτ. <span style="color: red;">+</span> [[κέλαδος]] «[[φωνή]], βοή, [[κραυγή]]»].
|mltxt=[[ἀνακέλαδος]], ο (Α)<br />δυνατή [[κραυγή]], [[έντονος]] [[θόρυβος]], [[οχλοβοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- επιτ. <span style="color: red;">+</span> [[κέλαδος]] «[[φωνή]], βοή, [[κραυγή]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακέλᾰδος:''' ὁ, δυνατή [[κραυγή]] ή [[κρότος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακέλᾰδος Medium diacritics: ἀνακέλαδος Low diacritics: ανακέλαδος Capitals: ΑΝΑΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: anakélados Transliteration B: anakelados Transliteration C: anakelados Beta Code: a)nake/lados

English (LSJ)

ὁ,

   A loud shout or din, dub.l. in E.Or.185, where Sch. uses the Verb ἀνακελαδέω.

German (Pape)

[Seite 191] ὁ, das Auflärmen, Eur. Or. 182, ch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακέλᾰδος: ὁ, ἰσχυρὰ κραυγὴ ἢ κρότος, ἦχος, Εὐρ. Ὀρ. 185, ἔνθα ὁ Σχολ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα ἀνακελαδέω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit retentissant.
Étymologie: ἀνά, κέλαδος.

Greek Monolingual

ἀνακέλαδος, ο (Α)
δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»].

Greek Monotonic

ἀνακέλᾰδος: ὁ, δυνατή κραυγή ή κρότος, σε Ευρ.