ἀνακλώθω: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀνακλώθω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλώθω]] εκ νέου, [[ξανακλώθω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τις Μοίρες) [[ξετυλίγω]] το [[νήμα]] της ζωής κάποιου, [[μεταβάλλω]] την [[τύχη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλώθω]]. | |mltxt=(Α [[ἀνακλώθω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλώθω]] εκ νέου, [[ξανακλώθω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τις Μοίρες) [[ξετυλίγω]] το [[νήμα]] της ζωής κάποιου, [[μεταβάλλω]] την [[τύχη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλώθω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνακλώθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, λέγεται για τις Μοίρες, [[αλλάζω]] το [[νήμα]] της ζωής κάποιου, [[αλλάζω]] τη [[μοίρα]] του, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
English (LSJ)
of the Fates,
A undo the thread of one's life, change one's destiny, Luc.Hist.Conscr.38; Μοιρῶν νῆμ' ἀνέκλωσαν [αἱ Μοῦσαι] IG 14.1188.
German (Pape)
[Seite 192] zurückspinnen, von den Parzen, d. h. das Schicksal ändern. Luc. Iup. conf. 7, neben ἀλλάττειν, Quom. hist. 38 neben μετατρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακλώθω: ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, κλώθω ἐκ νέου τὸ νῆμα τῆς ζωῆς τινος, μεταβάλλω τὴν τύχην του, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38· Μοιρῶν νῆμ’ ἀνέκλωσαν [αἱ Μοῦσαι] Συλλογ. Ἐπιγρ. 6092.
French (Bailly abrégé)
dévider à rebours, càd changer la destinée de qqn.
Étymologie: ἀνά, κλώθω.
Spanish (DGE)
volver a hilar, e.e., cambiar el destino de τὰ πραχθέντα Luc.Hist.Cons.38, cf. IConf.7, IG 14.1188.11 (Roma), Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1400C.
Greek Monolingual
(Α ἀνακλώθω)
νεοελλ.
κλώθω εκ νέου, ξανακλώθω
αρχ.
(για τις Μοίρες) ξετυλίγω το νήμα της ζωής κάποιου, μεταβάλλω την τύχη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλώθω.
Greek Monotonic
ἀνακλώθω: μέλ. -σω, λέγεται για τις Μοίρες, αλλάζω το νήμα της ζωής κάποιου, αλλάζω τη μοίρα του, σε Λουκ.