Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναστολή: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀναστολή]]) [[αναστέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δισταγμός]], [[συγκράτηση]]<br /><b>2.</b> [[διακοπή]], [[σταμάτημα]]<br /><b>3.</b> [[αναβολή]], [[παράταση]] προθεσμίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλξη]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br />2.[[περιορισμός]], [[αναχαίτιση]].
|mltxt=η (Α [[ἀναστολή]]) [[αναστέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δισταγμός]], [[συγκράτηση]]<br /><b>2.</b> [[διακοπή]], [[σταμάτημα]]<br /><b>3.</b> [[αναβολή]], [[παράταση]] προθεσμίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλξη]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br />2.[[περιορισμός]], [[αναχαίτιση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναστολή:''' ἡ ([[ἀναστέλλω]]), [[ρίξιμο]] προς τα [[πίσω]], τῆς [[κόμης]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστολή Medium diacritics: ἀναστολή Low diacritics: αναστολή Capitals: ΑΝΑΣΤΟΛΗ
Transliteration A: anastolḗ Transliteration B: anastolē Transliteration C: anastoli Beta Code: a)nastolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A putting back, τῆς κόμης Plu.Pomp.2.    2 opening up of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.60.

German (Pape)

[Seite 209] ἡ, das Zurückwerfen, κόμης Plut. Pomp. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστολή: ἡ, (ἀναστέλλω) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ ὀπίσω, Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ ἀπογύμνωσις ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) καταστολή, περιορισμός, παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de relever (sa chevelure).
Étymologie: ἀναστέλλω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 vestidurade ángeles, Eus.M.24.605B.
2 apertura, operaciónde una fístula, Heliod. en Orib.44.20.60.
3 acción de echar atrás ἦν δέ τις καὶ ἀ. τῆς κόμης ἀτρέμα tenía el pelo ligeramente recogido hacia atrás Plu.Pomp.2
represión, sujeción τῆς εὐεπιφορίας τῶν παθῶν Clem.Al.Strom.2.23.147, cf. Eus.PE 6.6.18.

Greek Monolingual

η (Α ἀναστολή) αναστέλλω
νεοελλ.
1. δισταγμός, συγκράτηση
2. διακοπή, σταμάτημα
3. αναβολή, παράταση προθεσμίας
αρχ.
1. έλξη προς τα πίσω
2.περιορισμός, αναχαίτιση.

Greek Monotonic

ἀναστολή: ἡ (ἀναστέλλω), ρίξιμο προς τα πίσω, τῆς κόμης, σε Πλούτ.