Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄναρκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄναρκτος]], -ον (Α) [[άρχω]]<br />αυτός που δεν υποτάσσεται ή δεν έχει υποταχθεί σε άλλον, που δεν εξουσιάζεται ή δεν ανέχεται να εξουσιάζεται από άλλον.
|mltxt=[[ἄναρκτος]], -ον (Α) [[άρχω]]<br />αυτός που δεν υποτάσσεται ή δεν έχει υποταχθεί σε άλλον, που δεν εξουσιάζεται ή δεν ανέχεται να εξουσιάζεται από άλλον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄναρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), μη υποταγμένος ή μη εξουσιαζόμενος, σε Θουκ.· αυτός που δεν υποχωρεί στην [[εξουσία]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναρκτος Medium diacritics: ἄναρκτος Low diacritics: άναρκτος Capitals: ΑΝΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: ánarktos Transliteration B: anarktos Transliteration C: anarktos Beta Code: a)/narktos

English (LSJ)

ον, (ἄρχω)

   A not governed or subject, Th.5.99; not submitting to be governed, βίος A.Eu.526 (where Wieseler metri gr. ἀνάρχετος, on analogy of ἀπεύχετος), S.Fr.30.

German (Pape)

[Seite 205] 1) nnbeherrscht, ohne Oberherrn, βίος Aesch. Eum. 500; Soph. frg. 28. – 2) keinen Oberherrn duldend, steh nicht beherrschen lassend, Thuc. 5, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος ὥστε νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον μήτε δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 (ἔνθα ὁ Wieseler χάριν τοῦ μέτρου διώρθωσε λίαν ἐπιτυχῶς ἀνάρχετος κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἀπεύχετος), Σοφ. Ἀποσπ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans maître, non gouverné;
2 qui ne se laisse pas gouverner.
Étymologie: ἀ, ἄρχω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se somete a disciplina, βίος A.Eu.526, cf. S.Fr.30.
2 que no puede ser sometido νησιώτης Th.5.99, οὐδεὶς δ' ἄναρκτος οὐδ' αὐτοτελής Plu.2.754d.

Greek Monolingual

ἄναρκτος, -ον (Α) άρχω
αυτός που δεν υποτάσσεται ή δεν έχει υποταχθεί σε άλλον, που δεν εξουσιάζεται ή δεν ανέχεται να εξουσιάζεται από άλλον.

Greek Monotonic

ἄναρκτος: -ον (ἄρχω), μη υποταγμένος ή μη εξουσιαζόμενος, σε Θουκ.· αυτός που δεν υποχωρεί στην εξουσία, σε Αισχύλ.