ἀνθεμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθεμώδης]], -ες (Α)<br />ο [[γεμάτος]] λουλούδια, [[ανθηρός]], [[λουλουδάτος]].
|mltxt=[[ἀνθεμώδης]], -ες (Α)<br />ο [[γεμάτος]] λουλούδια, [[ανθηρός]], [[λουλουδάτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθεμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[ανθηρός]], [[γεμάτος]] με λουλούδια, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθεμώδης Medium diacritics: ἀνθεμώδης Low diacritics: ανθεμώδης Capitals: ΑΝΘΕΜΩΔΗΣ
Transliteration A: anthemṓdēs Transliteration B: anthemōdēs Transliteration C: anthemodis Beta Code: a)nqemw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A flowery, blooming, μελίλωτος Sapph.Supp.25.14; Νεῖλος B.18.39; ἔαρ A.Pr.455; τμῶλος E.Ba.462; λειμών Ar.Ra. 450.

German (Pape)

[Seite 231] ες, blumenartig, blumig, ἦρ Aesch. Prom. 453; Eur. Bacch. 462; λειμῶνες Ar. Ran. 450 u. sonst bei Dichtern.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλήρης ἀνθέων, ἀνθηρός, ἀνθεμώδους ἧρος Αἰσχύλ. Πρ. 455· τὸν ἀνθεμώδη Τμῶλον Εὐρ. Βάκχ. 462· λειμῶνας Ἀριστοφ. Βάτρ. 440.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
fleuri.
Étymologie: ἄνθεμον, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
florido μελίλωτος Sapph.96.14, Νεῖλος B.19.39, ἔαρ A.Pr.455, Τμῶλος E.Ba.462, λειμών Ar.Ra.450.

Greek Monolingual

ἀνθεμώδης, -ες (Α)
ο γεμάτος λουλούδια, ανθηρός, λουλουδάτος.

Greek Monotonic

ἀνθεμώδης: -ες (εἶδος), ανθηρός, γεμάτος με λουλούδια, σε Αισχύλ., Ευρ.