ἀντίλογος: Difference between revisions
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Μ [[ἀντίλογος]], ο<br />Α [[ἀντίλογος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[απάντηση]], [[απόκριση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντιλογία]], [[αντίρρηση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μήνυμα]], [[ανακοίνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(-ος, -ον) ο [[αντιφατικός]], ο [[παράλογος]]. | |mltxt=ο (Μ [[ἀντίλογος]], ο<br />Α [[ἀντίλογος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[απάντηση]], [[απόκριση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντιλογία]], [[αντίρρηση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μήνυμα]], [[ανακοίνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(-ος, -ον) ο [[αντιφατικός]], ο [[παράλογος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντίλογος:''' -ον ([[ἀντιλέγω]]), αυτός που αντιλέγει, [[ενάντιος]], αντιλεγόμενος, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A contradictory, reverse, τύχαι E.Hel.1142 (lyr.); φιλονεικίαι love of contradiction, Simp.in Ph.1135.28, cf. Epicur.Nat.28Fr.8.
German (Pape)
[Seite 255] widersprechend, Eur. Hel. 1156.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίλογος: -ον, παράλογος, ἐναντίος, ἀντιλόγοις πηδῶντ’ ἀνελπίστοις τύχαις; Εὐρ. Ἑλ. 1142.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contradictoire, contraire.
Étymologie: ἀντιλέγω.
Spanish (DGE)
-ον
1 contradictorio τύχαι E.Hel.1142.
2 dialéctico, propio del hábil argumentador ἀ. φιλονεικία emulación simplemente por llevar la contraria, pura afición a la contradicción Simp.in Ph.1135.28.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀντίλογος, ο
Α ἀντίλογος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
απάντηση, απόκριση
νεοελλ.
αντιλογία, αντίρρηση
μσν.
μήνυμα, ανακοίνωση
αρχ.
(-ος, -ον) ο αντιφατικός, ο παράλογος.
Greek Monotonic
ἀντίλογος: -ον (ἀντιλέγω), αυτός που αντιλέγει, ενάντιος, αντιλεγόμενος, σε Ευρ.