ἀπαληθεύω: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαληθεύω]] (Α)<br />λέω όλη την [[αλήθεια]]. | |mltxt=[[ἀπαληθεύω]] (Α)<br />λέω όλη την [[αλήθεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπᾰληθεύω:''' [[λέγω]] ολόκληρη την [[αλήθεια]], στη Μέσ., σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:23, 30 December 2018
English (LSJ)
A speak the whole truth, πρός τινα X.Oec.3.12: c. acc., χρόνος ὁ πάντα ἐκκαλύπτων καὶ ἀπαληθεύων Ael.Fr.62.
German (Pape)
[Seite 276] die Wahrheit gerad heraussagen, Xen. Oec. 3, 12. Auch die Wahrheit erforschen; bewähren, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰληθεύω: λέγω πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, πρός τινα Ξεν. Οἰκ. 3. 12. ἐν μέσ. τύπ. ΙΙ. ἀπαληθεύω, ἐξευρίσκω τὴν ἀλήθειαν, ἐκφαίνω τὴν ἀλήθειαν, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
dire la vérité.
Étymologie: ἀπό, ἀληθεύω.
Spanish (DGE)
decir la verdad πρὸς ἡμᾶς X.Oec.3.12
•tr. χρόνος ὁ πάντα ἐκκαλύπτων καὶ ἀπαληθεύων el tiempo, que desvela y dice la verdad de todas las cosas Ael.Fr.62.
Greek Monolingual
ἀπαληθεύω (Α)
λέω όλη την αλήθεια.