ἀπόλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόλεκτος]], -ον (Α) [[απολέγω]]<br />[[εκλεκτός]], διαλεγμένος.
|mltxt=[[ἀπόλεκτος]], -ον (Α) [[απολέγω]]<br />[[εκλεκτός]], διαλεγμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλεκτος:''' -ον ([[ἀπολέγω]]), [[διαλεχτός]], [[επίλεκτος]], [[εκλεκτός]], [[εξαίρετος]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλεκτος Medium diacritics: ἀπόλεκτος Low diacritics: απόλεκτος Capitals: ΑΠΟΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: apólektos Transliteration B: apolektos Transliteration C: apolektos Beta Code: a)po/lektos

English (LSJ)

ον, (ἀπολέγω)

   A chosen, picked, Th.6.68, X.An.2.3.15, Aen.Tact.26.10.    II ἀπόλεκτον, τό, choice cut off the πηλαμύς (q.v.), Xenocr.70.

German (Pape)

[Seite 311] auserlesen, vorzüglich, πανδημεί entgeggstzt, Thue. 6, 68 u. Folgde, z. B. Xen. An. 2, 3, 15; Pol. 6, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλεκτος: -ον, (ἀπολέγω) ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, Θουκ. 6. 68· Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15, πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 495.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
choisi, distingué.
Étymologie: ἀπολέγω.

Spanish (DGE)

-ον
1 escogido de soldados, Th.6.68, Aen.Tact.26.10, οἱ τῶν ... ἱππέων ἀπόλεκτοι lo escogido de la caballería Plb.6.31.2, βάλανοι X.An.2.3.15, cf. PSI 535.44, dud. en PSI 666.6 (III a.C.).
2 subst. τὸ ἀ. n. dado al atún de cierto tamaño, Xenocr.34, Plin.HN 32.150
pero apolectos, partes escogidas del atún Plin.HN 9.48.

Greek Monolingual

ἀπόλεκτος, -ον (Α) απολέγω
εκλεκτός, διαλεγμένος.

Greek Monotonic

ἀπόλεκτος: -ον (ἀπολέγω), διαλεχτός, επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος, σε Θουκ., Ξεν.