απομιμούμαι: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(5)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀπομιμοῡμαι, -έομαι)<br />[[μιμούμαι]] ακριβώς, [[ενεργώ]] κατ' [[απομίμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιγράφω]] πρωτότυπο, [[κατασκευάζω]] [[ομοίωμα]]<br /><b>2.</b> [[παραποιώ]] με σκοπό την [[εξαπάτηση]], [[πλαστογραφώ]], [[παραχαράσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσπαθώ]] να εκφράσω [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=(AM ἀπομιμοῦμαι, -έομαι)<br />[[μιμούμαι]] ακριβώς, [[ενεργώ]] κατ' [[απομίμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιγράφω]] πρωτότυπο, [[κατασκευάζω]] [[ομοίωμα]]<br /><b>2.</b> [[παραποιώ]] με σκοπό την [[εξαπάτηση]], [[πλαστογραφώ]], [[παραχαράσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσπαθώ]] να εκφράσω [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἀπομιμοῦμαι, -έομαι)
μιμούμαι ακριβώς, ενεργώ κατ' απομίμηση
νεοελλ.
1. αντιγράφω πρωτότυπο, κατασκευάζω ομοίωμα
2. παραποιώ με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφώ, παραχαράσσω
αρχ.
προσπαθώ να εκφράσω κάτι με κάτι άλλο.