ἀποσκάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -[[σκάβω]] κ. -[[σκάφτω]] (AM [[ἀποσκάπτω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελειώνω]] το [[σκάψιμο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σκάβω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποκλείω]] σκάβοντας τάφρο.
|mltxt=κ. -[[σκάβω]] κ. -[[σκάφτω]] (AM [[ἀποσκάπτω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελειώνω]] το [[σκάψιμο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σκάβω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποκλείω]] σκάβοντας τάφρο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκάβω]] τάφρο, [[διαχωρίζω]] με τάφρους, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκάπτω Medium diacritics: ἀποσκάπτω Low diacritics: αποσκάπτω Capitals: ΑΠΟΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: aposkáptō Transliteration B: aposkaptō Transliteration C: aposkapto Beta Code: a)poska/ptw

English (LSJ)

fut. Pass.

   A -σκᾰφήσομαι Polyaen.5.10.3:—cut off or intercept by trenches, X.An.2.4.4.    II strengthd. for σκάπτω, Pl. Lg.760e.

German (Pape)

[Seite 324] abgraben, καὶ ταφρεύω Plat. Legg. VI, 760 e, mit einem Graben den Weg versperren; Xen. An. 2, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω τάφρον, ἴσως δέ που ἢ ἀποσκάπτει τι ἢ ἀποτειχίζει ὡς ἄπορος ᾖ (ἢ εἴη) ἡ ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 4. ΙΙ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ σκάπτω, Πλάτ. Νόμ. 760Ε.

French (Bailly abrégé)

couper une route par une tranchée.
Étymologie: ἀπό, σκάπτω.

Spanish (DGE)

1 excavar, cavar zanjas ἐργάταις ἀποσκάψασι a los obreros cavadores, IG 11(2).287A.121 (Delos III a.C.)
en agr. excavar, cavar τὰ περὶ τὴν ῥίζαν Gp.5.35.2.
2 para defensa cavar trincheras ταφρεύοντάς τε ὅσα ἂν τούτου δέῃ καὶ ἀποσκάπτοντας Pl.Lg.760e, esp. los pasos y caminos para cortarlos, X.An.2.4.4, Polyaen.5.10.3, τὰ στενόπορα D.C.49.28.3.

Greek Monolingual

κ. -σκάβω κ. -σκάφτω (AM ἀποσκάπτω)
νεοελλ.
τελειώνω το σκάψιμο
αρχ.-μσν.
σκάβω
αρχ.
αποκλείω σκάβοντας τάφρο.

Greek Monotonic

ἀποσκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω τάφρο, διαχωρίζω με τάφρους, σε Ξεν.