ἀποσκάπτω: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. -[[σκάβω]] κ. -[[σκάφτω]] (AM [[ἀποσκάπτω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελειώνω]] το [[σκάψιμο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σκάβω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποκλείω]] σκάβοντας τάφρο. | |mltxt=κ. -[[σκάβω]] κ. -[[σκάφτω]] (AM [[ἀποσκάπτω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελειώνω]] το [[σκάψιμο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σκάβω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποκλείω]] σκάβοντας τάφρο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποσκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκάβω]] τάφρο, [[διαχωρίζω]] με τάφρους, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. Pass.
A -σκᾰφήσομαι Polyaen.5.10.3:—cut off or intercept by trenches, X.An.2.4.4. II strengthd. for σκάπτω, Pl. Lg.760e.
German (Pape)
[Seite 324] abgraben, καὶ ταφρεύω Plat. Legg. VI, 760 e, mit einem Graben den Weg versperren; Xen. An. 2, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω τάφρον, ἴσως δέ που ἢ ἀποσκάπτει τι ἢ ἀποτειχίζει ὡς ἄπορος ᾖ (ἢ εἴη) ἡ ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 4. ΙΙ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ σκάπτω, Πλάτ. Νόμ. 760Ε.
French (Bailly abrégé)
couper une route par une tranchée.
Étymologie: ἀπό, σκάπτω.
Spanish (DGE)
1 excavar, cavar zanjas ἐργάταις ἀποσκάψασι a los obreros cavadores, IG 11(2).287A.121 (Delos III a.C.)
•en agr. excavar, cavar τὰ περὶ τὴν ῥίζαν Gp.5.35.2.
2 para defensa cavar trincheras ταφρεύοντάς τε ὅσα ἂν τούτου δέῃ καὶ ἀποσκάπτοντας Pl.Lg.760e, esp. los pasos y caminos para cortarlos, X.An.2.4.4, Polyaen.5.10.3, τὰ στενόπορα D.C.49.28.3.
Greek Monolingual
κ. -σκάβω κ. -σκάφτω (AM ἀποσκάπτω)
νεοελλ.
τελειώνω το σκάψιμο
αρχ.-μσν.
σκάβω
αρχ.
αποκλείω σκάβοντας τάφρο.
Greek Monotonic
ἀποσκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω τάφρο, διαχωρίζω με τάφρους, σε Ξεν.