απιστία: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(5) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀπιστία]]) [[άπιστος]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] χριστιανικής πίστης, το να μην πιστεύει [[κάποιος]] στον αληθινό θεό<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] εμπιστοσύνης, [[δυσπιστία]]<br /><b>3.</b> [[ανειλικρίνεια]], [[δολιότητα]]<br /><b>4.</b> [[αναξιοπιστία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] συζυγικής ή ερωτικής πίστης<br /><b>2.</b> [[αδίκημα]] [[κατά]] το οποίο ζημιώνει [[κάποιος]] από [[πρόθεση]] την [[περιουσία]] άλλου, της οποίας έχει την [[επιμέλεια]] ή [[διαχείριση]] εν όλω, εν μέρει ή για ορισμένη μόνο [[πράξη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]]<br /><b>2.</b> [[ανυπακοή]] στους νόμους<br /><b>3.</b> [[παρασπονδία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προδοσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτι]] απίθανο, [[παράδοξο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀπιστία]] πρὸς ἑαυτόν» — [[έλλειψη]] αυτοπεποίθησης<br />6) «[[ἀπιστία]] | |mltxt=η (AM [[ἀπιστία]]) [[άπιστος]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] χριστιανικής πίστης, το να μην πιστεύει [[κάποιος]] στον αληθινό θεό<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] εμπιστοσύνης, [[δυσπιστία]]<br /><b>3.</b> [[ανειλικρίνεια]], [[δολιότητα]]<br /><b>4.</b> [[αναξιοπιστία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] συζυγικής ή ερωτικής πίστης<br /><b>2.</b> [[αδίκημα]] [[κατά]] το οποίο ζημιώνει [[κάποιος]] από [[πρόθεση]] την [[περιουσία]] άλλου, της οποίας έχει την [[επιμέλεια]] ή [[διαχείριση]] εν όλω, εν μέρει ή για ορισμένη μόνο [[πράξη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]]<br /><b>2.</b> [[ανυπακοή]] στους νόμους<br /><b>3.</b> [[παρασπονδία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προδοσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτι]] απίθανο, [[παράδοξο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀπιστία]] πρὸς ἑαυτόν» — [[έλλειψη]] αυτοπεποίθησης<br />6) «[[ἀπιστία]] τοῦ κατηγόρου» — [[ανυποληψία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (AM ἀπιστία) άπιστος
1. έλλειψη χριστιανικής πίστης, το να μην πιστεύει κάποιος στον αληθινό θεό
2. έλλειψη εμπιστοσύνης, δυσπιστία
3. ανειλικρίνεια, δολιότητα
4. αναξιοπιστία
νεοελλ.
1. έλλειψη συζυγικής ή ερωτικής πίστης
2. αδίκημα κατά το οποίο ζημιώνει κάποιος από πρόθεση την περιουσία άλλου, της οποίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση εν όλω, εν μέρει ή για ορισμένη μόνο πράξη
μσν.
1. κατηγορία
2. ανυπακοή στους νόμους
3. παρασπονδία
αρχ.-μσν.
προδοσία
αρχ.
1. κάτι απίθανο, παράδοξο
2. φρ. α) «ἀπιστία πρὸς ἑαυτόν» — έλλειψη αυτοπεποίθησης
6) «ἀπιστία τοῦ κατηγόρου» — ανυποληψία.