ἀποπορεύομαι: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποπορεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναχωρώ]], [[απέρχομαι]]<br /><b>2.</b> [[επιστρέφω]]. | |mltxt=[[ἀποπορεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναχωρώ]], [[απέρχομαι]]<br /><b>2.</b> [[επιστρέφω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποπορεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, Παθ., [[απέρχομαι]], [[αναχωρώ]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A depart, X.An.7.6.33, IG 9(2).205.18 (Melitaea), etc. II go back, return, ἐκ βαλανείου Plb. 24.7.6; of machinery (cf. foreg.), HeroAut.6.3.
German (Pape)
[Seite 320] dep. pass., abreisen, abmarschiren, bes. nach Hause zurück, Xen. Hell. 4, 8, 35 u. öfter; Pol. 25, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπορεύομαι: παθ. (πορεύω), ἀναχωρῶ, ἀπέρχομαι, Ξεν. Ἀν. 7, 6, 33, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπέρχομαι ὀπίσω, ὑποστρέφω, Πολύβ. 25. 8, 6˙ ἐπὶ μηχανισμοῦ (πρβλ. ἀποπορεία) Ἥρων. Αὐτομ. 249Α.
French (Bailly abrégé)
s’éloigner de, gén..
Étymologie: ἀπό, πορεύομαι.
Spanish (DGE)
1 marchar X.An.7.6.33, IG 9(2).205.18 (Melitea), PHal.1.177 (III a.C.), GDI 2126.12 (Delfos II a.C.), D.C.40.29.3.
2 volver ἐκ βαλανείου Plb.24.7.6, de un mecanismo en acción, Hero Aut.6.3.
Greek Monolingual
ἀποπορεύομαι (Α)
1. αναχωρώ, απέρχομαι
2. επιστρέφω.
Greek Monotonic
ἀποπορεύομαι: μέλ. -σομαι, Παθ., απέρχομαι, αναχωρώ, σε Ξεν.