ἀρωματικός: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρωματικός]], -ή, -όν) [[[άρωμα]] (Ι)]<br />αυτός που αναδίνει [[άρωμα]], ο ευωδιαστός. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρωματικός]], -ή, -όν) [[[άρωμα]] (Ι)]<br />αυτός που αναδίνει [[άρωμα]], ο ευωδιαστός. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρωματικός:''' душистый, пахучий ([[ῥίζα]] Arst.; δυνάμεις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A aromatic, δυνάμεις Dsc.2.171, Plu.2.383f; -κόν, τό, ib.791b; -κή (sc. ὠνή), ἡ, contract for supply of spices, Röm.Mitt.13.121.
German (Pape)
[Seite 368] gewürzhaft, Plut. an seni 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματικός: -ή, -όν, ὁ περιέχων ἄρωμα, ἀρωματώδης, εὐώδης, τῶν ἀρωματοφόρων δένδρων τινῶν μὲν ἡ ῥίζα ἀρωματική ἐστιν, τινῶν ὁ φλοιός, τινῶν τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Διοσκ. 2. 202, Πλούτ. 2. 791B.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
aromatique.
Étymologie: ἄρωμα.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 aromático δυνάμεις Dsc.2.171, Plu.2.383f, ὁ ἀ. κάλαμος Gal.11.853, φυτόν Hsch.s.u. ξειρίς, εἴδη ἀρωματικά especies aromáticas, PAnt.32.25 (IV d.C.)
•ἀρωματικὴ ἐργασία negocio de perfumes, PFay.93.7 (II d.C.).
2 subst. τὸ ἀ. la propiedad aromática Plu.2.791b
•ἡ ἀρωματική contrata de abastecimiento de perfumes ἀρωματικῆς τῶν κυρίων καισάρων (sello) de la contrata imperial de perfumes, IGR 1.1375, cf. 1376 (II d.C.)
•tb. en plu. ὑποδέκτης ἀρωματικῶν PSI 1264.11 (IV d.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρωματικός, -ή, -όν) [[[άρωμα]] (Ι)]
αυτός που αναδίνει άρωμα, ο ευωδιαστός.
Russian (Dvoretsky)
ἀρωματικός: душистый, пахучий (ῥίζα Arst.; δυνάμεις Plut.).