ἀφρίζω: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(7)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀφρίζω]], Α και ἄφρω, -έω)<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] ή έχω αφρούς<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα και ζώα) [[βγάζω]] αφρούς από το [[στόμα]], [[συνήθως]] από [[οργή]] ή [[λύσσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />οργίζομαι, [[θυμώνω]] πολύ.
|mltxt=(AM [[ἀφρίζω]], Α και ἄφρω, -έω)<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] ή έχω αφρούς<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα και ζώα) [[βγάζω]] αφρούς από το [[στόμα]], [[συνήθως]] από [[οργή]] ή [[λύσσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />οργίζομαι, [[θυμώνω]] πολύ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[ἀφρός]]), [[αφρίζω]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρίζω Medium diacritics: ἀφρίζω Low diacritics: αφρίζω Capitals: ΑΦΡΙΖΩ
Transliteration A: aphrízō Transliteration B: aphrizō Transliteration C: afrizo Beta Code: a)fri/zw

English (LSJ)

   A = ἀφρέω, foam, S.El.719, Hp.Mul.2.123, Thphr.CP 6.1.5; of a wine-cup, Antiph.174.6, Alex.119.3.

German (Pape)

[Seite 415] dasselbe, ἱππικαὶ πνοαί Soph. El. 709; vom Becher Alex. Ath. XI, 472 a; Prosa, D. Sic. 3, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρίζω: μέλλ. -ίσω, = ἀφρέω, κάμνω ἢ εκβάλλω άφρούς, Σοφ. Ἠλ. 719, Ἱπποκρ. 645. 2· ἐπὶ ποτηρίου οἴνου, πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάν. ἐν «Ομοίοις» 1, 6· κρατήρ... πλήρης, ἀφρίζων Ἄλεξ. ἐν «Κύκνῳ» 1.

French (Bailly abrégé)

f. ἀφρίσω;
écumer.
Étymologie: ἀφρός.

Spanish (DGE)

echar espuma los caballos ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί S.El.719, cf. Q.S.4.548, enfermos, Hp.Mul.2.123, 154, Eu.Marc.9.18, 20, D.Chr.63.5
esp. de productos batidos espumear τὸ ἔλαιον ... τῷ ὑγρῷ Arist.Pr.927a13, cf. Plu.2.696b, de la leche, Nic.Al.76, de las claras de huevo Gp.7.22.1
rebosar de espuma una copa de vino, Antiph.174.6, Alex.119.3, del jugo de una planta, Thphr.CP 6.1.5, del mar, Eun.VS 485.

English (Strong)

from ἀφρός; to froth at the mouth (in epilepsy): foam.

English (Thayer)

(ἀφρός); to foam: Sophocles El. 719; Diodorus 3,10; Athen. 11,43, p. 472a.; (others).) (Compare: ἐπαφρίζω.)

Greek Monolingual

(AM ἀφρίζω, Α και ἄφρω, -έω)
1. βγάζω ή έχω αφρούς
2. (για πρόσωπα και ζώα) βγάζω αφρούς από το στόμα, συνήθως από οργή ή λύσσα
νεοελλ.
οργίζομαι, θυμώνω πολύ.

Greek Monotonic

ἀφρίζω: μέλ. -ίσω (ἀφρός), αφρίζω, σε Σοφ.