ἀχρηστία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀχρηστία]]) [[άχρηστος]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] άχρηστο, ακατάλληλο για [[χρήση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αχρήστευση]].
|mltxt=η (AM [[ἀχρηστία]]) [[άχρηστος]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] άχρηστο, ακατάλληλο για [[χρήση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αχρήστευση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχρηστία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[αχρηστία]], [[ματαιότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αχρηστία]] ενός πράγματος, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρηστία Medium diacritics: ἀχρηστία Low diacritics: αχρηστία Capitals: ΑΧΡΗΣΤΙΑ
Transliteration A: achrēstía Transliteration B: achrēstia Transliteration C: achristia Beta Code: a)xrhsti/a

English (LSJ)

Ion. ἀχρηστίη, ἡ,

   A uselessness, unfitness, Hp.Praec. 9, Pl.R.489b, AP15.38 (Comet.), Them.Or.26.326a.    II non-usance of a thing, Pl.R.333d, Plu.2.135c.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Unbrauchbarkeit, Plat. Rep. VI, 48) b; Nichtgebrauch, I, 333 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρηστία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἄχρηστος, Ἱππ. 27. 49, Πλάτ. Πολ. 489Β. ΙΙ. τὸ νὰ μὴ μεταχειρίζηταί τις πρᾶγμά τι, αὐτόθι 333D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le fait de ne pas se servir d’une chose.
Étymologie: ἄχρηστος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Praec.9
1 inutilidad, ineptitud τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι Pl.R.489b, ἡγεύμεθα γὰρ ἀχρηστίην Hp.l.c., cf. Plu.2.1130e, Them.Or.26.326a, AP 15.38 (Comet.)
c. gen. ἀ. τῶν ὅπλων ineficacia de las armas Phld.Sto.16.1, τῶν ποδῶν Sud.
2 el hecho de no usar algo καὶ περὶ τἆλλα δὴ πάντα ἡ δικαιοσύνη ἑκάστου ἐν μὲν χρήσει ἄχρηστος, ἐν δὲ ἀχρηστίᾳ χρήσιμος; ¿y así, respecto de todas las demás cosas, la justicia es inútil en el uso y útil cuando no se usa? Pl.R.333d, ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος Plu.2.135b.

Greek Monolingual

η (AM ἀχρηστία) άχρηστος
το να είναι κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
νεοελλ.
η αχρήστευση.

Greek Monotonic

ἀχρηστία: ἡ,
I. αχρηστία, ματαιότητα, σε Πλάτ.
II. αχρηστία ενός πράγματος, στον ίδ.