αχαΐρευτος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(7)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο [[χαΐρι]]<br /><b>1.</b> όποιος δεν έκανε ή δεν [[είναι]] [[ικανός]] να κάνει [[χαΐρι]], ο [[ανεπρόκοπος]]<br /><b>2.</b> ο [[άτυχος]], ο [[κακότυχος]]<br /><b>3.</b> [[δύστροπος]], [[κακός]]<br /><b>4.</b> (για ζώα και φυτά) [[καχεκτικός]], [[αδύνατος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>(ευφημ.)</b> <i>το αχαΐρευτο</i><br />το γεννητικό όργανο.
|mltxt=-η, -ο [[χαΐρι]]<br /><b>1.</b> όποιος δεν έκανε ή δεν [[είναι]] [[ικανός]] να κάνει [[χαΐρι]], ο [[ανεπρόκοπος]]<br /><b>2.</b> ο [[άτυχος]], ο [[κακότυχος]]<br /><b>3.</b> [[δύστροπος]], [[κακός]]<br /><b>4.</b> (για ζώα και φυτά) [[καχεκτικός]], [[αδύνατος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>(ευφημ.)</b> <i>το αχαΐρευτο</i><br />το γεννητικό όργανο.
}}
{{trml
|trtx====[[spendthrift]]===
Arabic: مُسْرِف, مُبَذِّر; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: [[verkwistend]], [[spilziek]], [[verspillend]]; Finnish: tuhlaavainen; French: [[dépensier]], [[prodigue]]; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: [[verschwenderisch]]; Greek: [[αλευροκόπης]], [[αλευροσκόρπης]], [[ανεπρόκοπος]], [[άσωτη]], [[άσωτος]], [[αχαΐρευτη]], [[αχαΐρευτος]], [[εξοδιαστής]], [[ξοδευτής]], [[ξοδεύτρα]], [[ξοδιαστής]], [[ξοδιάστρα]], [[σκορπαλευράς]], [[σκορπαλεύρης]], [[σκορπιοχέρα]], [[σκορπιοχέρης]], [[σκορπιστής]], [[σκορποχέρα]], [[σκορποχέρης]], [[σπάταλη]], [[σπάταλος]], [[τρυπιοχέρης]], [[χαραμοφάγος]], [[χαραμοφάης]], [[χαραμοφάισσα]], [[χαραμοφάος]], [[χαραμοφάς]]; Ancient Greek: [[ἀναλωτής]], [[ἄσωτος]], [[ἀταμίευτος]], [[δαπανητής]], [[εἰκαιοδάπανος]], [[ἐκχυμενίτας]], [[ἐκχύτης]], [[ἐντρυφής]], [[ἐξοδιαστής]], [[ἐπαναλωτής]], [[λαφύκτης]], [[ναννάριον]], [[νανναριστής]], [[οἰκοφθόρος]], [[παλινεκχυμενίτας]], [[πατροφάγος]], [[πολυανάλωτος]], [[σιτόκουρος]], [[σκορπιστής]], [[σπαθητής]], [[φιλαναλωτής]]; Hebrew: פַּזְרָן; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Persian: خَراج, تَلَف‌کار; Portuguese: [[gastador]]; Russian: [[расточительный]]; Spanish: [[pródigo]], [[manirroto]]; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 26 March 2024

Greek Monolingual

-η, -ο χαΐρι
1. όποιος δεν έκανε ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος
2. ο άτυχος, ο κακότυχος
3. δύστροπος, κακός
4. (για ζώα και φυτά) καχεκτικός, αδύνατος
5. το ουδ. ως ουσ. (ευφημ.) το αχαΐρευτο
το γεννητικό όργανο.

Translations

spendthrift

Arabic: مُسْرِف, مُبَذِّر; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: verkwistend, spilziek, verspillend; Finnish: tuhlaavainen; French: dépensier, prodigue; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: verschwenderisch; Greek: αλευροκόπης, αλευροσκόρπης, ανεπρόκοπος, άσωτη, άσωτος, αχαΐρευτη, αχαΐρευτος, εξοδιαστής, ξοδευτής, ξοδεύτρα, ξοδιαστής, ξοδιάστρα, σκορπαλευράς, σκορπαλεύρης, σκορπιοχέρα, σκορπιοχέρης, σκορπιστής, σκορποχέρα, σκορποχέρης, σπάταλη, σπάταλος, τρυπιοχέρης, χαραμοφάγος, χαραμοφάης, χαραμοφάισσα, χαραμοφάος, χαραμοφάς; Ancient Greek: ἀναλωτής, ἄσωτος, ἀταμίευτος, δαπανητής, εἰκαιοδάπανος, ἐκχυμενίτας, ἐκχύτης, ἐντρυφής, ἐξοδιαστής, ἐπαναλωτής, λαφύκτης, ναννάριον, νανναριστής, οἰκοφθόρος, παλινεκχυμενίτας, πατροφάγος, πολυανάλωτος, σιτόκουρος, σκορπιστής, σπαθητής, φιλαναλωτής; Hebrew: פַּזְרָן; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Persian: خَراج, تَلَف‌کار; Portuguese: gastador; Russian: расточительный; Spanish: pródigo, manirroto; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu