ἀχθοφορία: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀχθοφορία]], η (Α) [[αχθοφόρος]]<br /><b>1.</b> η [[μεταφορά]] φορτίου<br /><b>2.</b> ισχυρή [[πίεση]]. | |mltxt=[[ἀχθοφορία]], η (Α) [[αχθοφόρος]]<br /><b>1.</b> η [[μεταφορά]] φορτίου<br /><b>2.</b> ισχυρή [[πίεση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχθοφορία:''' ἡ (тж. βαρῶν Plut.) таскание тяжестей, переноска Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A bearing of burdens, βαρῶν Plu.2.1130d (pl.), cf. Luc.Asin.19; μυρμήκων M.Ant.7.3; any heavy pressure, Hp.Art.63.
German (Pape)
[Seite 418] das Lasttragen, Luc. Asin. 19; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθοφορία: ἡ, τὸ ἀχθοφορεῖν, βαρῶν Πλούτ. 2. 1130D· πᾶσα βαρεῖα πίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829: - οὕτως, ἀχθοφόρημα, τό, Νικήτ. Χρον. 40C· -φορικός, ή, όν, κατάλληλος πρὸς τὸ φέρειν βάρη ἢ ἀνήκων εἰς ἀχθοφορίαν, Βασίλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de porter un fardeau.
Étymologie: ἀχθοφόρος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Art.63, Aret.SD 1.6.5
carga, peso πίεξις καὶ ἀ. πᾶν κακὸν ... ἐστί Hp.l.c., c. gen. obj. βαρῶν τινων ἀχθοφορίαι Plu.2.1130d, cf. Poll.9.159
•como actividad propia de esclavos, analfabetos o anim. junto a αἰχμαλωσία Luc.Asin.19, τοῖσι δὲ ἀπαιδεύτοισι ἀχθοφορίη Aret.l.c., c. gen. subjet. μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι M.Ant.7.3.
Greek Monolingual
ἀχθοφορία, η (Α) αχθοφόρος
1. η μεταφορά φορτίου
2. ισχυρή πίεση.
Russian (Dvoretsky)
ἀχθοφορία: ἡ (тж. βαρῶν Plut.) таскание тяжестей, переноска Luc.