βατός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βατός]], -ή, -όν) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[διαβατός]], [[ευκολοπέραστος]]<br /><b>2.</b> [[κατορθωτός]], [[εύκολος]] στην αντιμετώπισή του<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που επιτρέπεται, που δεν [[είναι]] απαγορευμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέβηλος]] (αντίθ. του [[άβατος]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βατὸς [[πούς]]» — [[πόδι]] που κινείται [[γρήγορα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βατός]], -ή, -όν) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[διαβατός]], [[ευκολοπέραστος]]<br /><b>2.</b> [[κατορθωτός]], [[εύκολος]] στην αντιμετώπισή του<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που επιτρέπεται, που δεν [[είναι]] απαγορευμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέβηλος]] (αντίθ. του [[άβατος]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βατὸς [[πούς]]» — [[πόδι]] που κινείται [[γρήγορα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰτός:''' -ή, -όν ([[βαίνω]]), προσπελάσιμος, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτός Medium diacritics: βατός Low diacritics: βατός Capitals: ΒΑΤΟΣ
Transliteration A: batós Transliteration B: batos Transliteration C: vatos Beta Code: bato/s

English (LSJ)

ή, όν, (βαίνω)

   A passable, accessible, τοῖς ὑποζυγίοις X.An. 4.6.17, cf. Men.924, Arr.An.4.21.3, Nonn.D.1.54, al.; = βέβηλος, opp. ἄβατος, Porph.Abst.4.11: metaph., permissible, Just.Nov.30.8 Intr.    II Act., speeding, πούς Nonn.D.2.96, 18.55.

German (Pape)

[Seite 439] ή, όν, gangbar, ersteigbar, τὰ βατά Soph. frg. 109; τοῖς ὑποζυγίοις Xen. An. 4, 6, 17; λίμνη Pol. 10, 8; zu durchwaten, Arr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰτός: -ή, -όν, (βαίνω) διαβατός, εὔβατος, τοῖς ὑποζυγίοις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17, Ἀρρ. Ἀν. 4. 21, 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 39. – Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἴδε ἐν λ. βέβηλος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
où l’on peut aller, accessible.
Étymologie: adj. verb. de βαίνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 accesible, a donde se puede llegarde montañas, X.An.4.6.17, τόπος Men.Fr.751, cf. Arr.An.4.21.3, γῆ IKyme 37.39, ISmyrna 210.10 (imper.), χθών UPZ 226.10 (II a.C.), Nonn.Par.Eu.Io.1.36, τὸ ἱερόν Porph.Abst.4.11
del mar, ríos vadeable, que se puede cruzar θάλασσα Lyc.1414, cf. Philostr.Im.1.25.2, Nonn.D.1.54, Par.Eu.Io.6.19
fig. accesible, fácil del estilo de Tucídides AP 9.583, ὥστε μηδενὶ τὰς τοιαύτας ἀργυρολογίας βατὰς ... γίνεσθαι Iust.Nou.30.8 tít.
2 rápido πούς Nonn.D.2.96, 18.55.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βατός, -ή, -όν) βαίνω
1. διαβατός, ευκολοπέραστος
2. κατορθωτός, εύκολος στην αντιμετώπισή του
μσν.
εκείνος που επιτρέπεται, που δεν είναι απαγορευμένος
αρχ.
1. βέβηλος (αντίθ. του άβατος)
2. φρ. «βατὸς πούς» — πόδι που κινείται γρήγορα.

Greek Monotonic

βᾰτός: -ή, -όν (βαίνω), προσπελάσιμος, σε Ξεν.