βλύζω: Difference between revisions
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βλύζω]] (AM)<br />(για υγρά)<br /><b>1.</b> [[αναβλύζω]], [[αναπηδώ]]<br /><b>2.</b> [[αναδίδω]], [[βγάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>gάlati</i> «[[στάζω]], [[σταλάζω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>quellan</i> [[αναβλύζω]], [[πηγάζω]], [[προεξέχω]]» και σχηματίζεται [[κατά]] τα [[φλύζω]], [[κλύζω]]. | |mltxt=[[βλύζω]] (AM)<br />(για υγρά)<br /><b>1.</b> [[αναβλύζω]], [[αναπηδώ]]<br /><b>2.</b> [[αναδίδω]], [[βγάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>gάlati</i> «[[στάζω]], [[σταλάζω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>quellan</i> [[αναβλύζω]], [[πηγάζω]], [[προεξέχω]]» και σχηματίζεται [[κατά]] τα [[φλύζω]], [[κλύζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βλύζω:''' μέλ. βλύσω [ῠ], αόρ. αʹ <i>ἔβλῠσα</i>, ποιητ. ευκτ. <i>βλύσσειε</i>, [[αφρίζω]], [[κοχλάζω]], [[παφλάζω]] ή ρέω ορμητικά, εκτινάσσομαι προς τα [[μπρος]]· με δοτ.· [[βλύζω]] Λυαίῳ, με [[κρασί]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
aor.
A ἔβλῠσα A.R.4.1446, Q.S.1.242, AP7.352, etc.; poet. opt. βλύσσειε AP11.58 (Maced.): aor. Pass. ἐβλύσθη Orac. ap. Eus.PE 5.16:—bubble, gush forth, of liquids, A.R.l.c., Orac. in Paus.5.7.3; ἐκ πηγῆς Philostr.VA3.45: c. dat., β. Αυαίῳ with wine, AP11.58 (Maced.): c. acc. cogn., μέθυ β. spout wine: metaph. of Anacreon, ib. 7.27 (Antip. Sid.); ὕδωρ Orph.A.599, cf. Nonn.D.17.125, al.; χρυσίον Lyd.Mag.3.45: metaph., αἰσχρὰ καθ' ἡμετέρης ἔβλυσε παρθενίης AP 7.352.
German (Pape)
[Seite 450] = βλύω, Ant. Sid. 73 (VII, 27); Orak. bei Paus. 5, 7, 3.
French (Bailly abrégé)
f. βλύσω, ao. ἔβλυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐβλύσθην;
sortir en bouillonnant.
Étymologie: cf. βλύω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [fut. βλύσσω Nonn.Par.Eu.Io.7.38; aor. opt. 3a sg. βλύσσειε AP 11.58 (Macedon.)]
1 fluir o manar a borbotones, borbotear, brotar ἀθρόον ἔβλυσεν ὕδωρ A.R.4.1446, ἐκ πηγῆς Philostr.VA 3.45, αἷμα δι' ἕλκεος Q.S.1.242, cf. 3.311, dicho de la propia fuente o recipiente Ἀλφειοῦ στόμα Orác. en Paus.5.7.3, c. dat. ἵνα ... κύλιξ βλύσσειε λυαίῳ para que la copa borboteara de vino, AP l.c., cf. Olymp.in Alc.16.
2 c. ac. int. hacer fluir a chorros, rezumar μέθυ βλύζων dicho de Anacreonte AP 7.27 (Antip.Sid.), γῆ ... βλύζουσ' ... ὕδωρ Orph.A.599, en una metáf. θάλασσαν ... βλύζειν ... τὸ χρυσίον Lyd.Mag.3.45, ποταμοὶ ... βλύσσουσι ἔνθεον ὕδωρ Nonn.l.c., cf. AP 11.24 (Antip.Thess.)
•fig. αἰσχρὰ καθ' ἡμετέρης ἔβλυσε παρθενίης Ἀρχίλοχος iniquidades rezumó contra nuestra doncellez Arquíloco, AP 7.352, ὥστε ... βλύσαι ὄρνιθας (el poder de Dios es tan grande que puede) hacer brotar aves Gr.Naz.M.36.501C, en v. pas. μαντήια ... ἐβλύσθη de fuentes oraculares, Orác. en Eus.PE 5.16.1.
• Etimología: Rel. c. aaa. quellan, ai. gálati ‘fluir’, ‘gotear’ lo que supondría una r. *gu̯elH1- como en βάλλω pero en grado ø. Tb. es posible un origen onomat.
Greek Monolingual
βλύζω (AM)
(για υγρά)
1. αναβλύζω, αναπηδώ
2. αναδίδω, βγάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. gάlati «στάζω, σταλάζω», αρχ. άνω γερμ. quellan αναβλύζω, πηγάζω, προεξέχω» και σχηματίζεται κατά τα φλύζω, κλύζω.
Greek Monotonic
βλύζω: μέλ. βλύσω [ῠ], αόρ. αʹ ἔβλῠσα, ποιητ. ευκτ. βλύσσειε, αφρίζω, κοχλάζω, παφλάζω ή ρέω ορμητικά, εκτινάσσομαι προς τα μπρος· με δοτ.· βλύζω Λυαίῳ, με κρασί, σε Ανθ.