γλαφυρία: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γλαφυρία]], η (Α) [[γλαφυρός]]<br /><b>1.</b> [[στιλπνότητα]], [[λειότητα]]<br /><b>2.</b> (στα [[μαθηματικά]]) [[σαφήνεια]]<br /><b>3.</b> (για το ύφος) η [[γλαφυρότητα]].
|mltxt=[[γλαφυρία]], η (Α) [[γλαφυρός]]<br /><b>1.</b> [[στιλπνότητα]], [[λειότητα]]<br /><b>2.</b> (στα [[μαθηματικά]]) [[σαφήνεια]]<br /><b>3.</b> (για το ύφος) η [[γλαφυρότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλᾰφῠρία:''' ἡ, [[στιλπνότητα]], [[απαλότητα]] ενός πράγματος ή μιας συμπεριφοράς, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰφῠρία Medium diacritics: γλαφυρία Low diacritics: γλαφυρία Capitals: ΓΛΑΦΥΡΙΑ
Transliteration A: glaphyría Transliteration B: glaphyria Transliteration C: glafyria Beta Code: glafuri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A elegance, Plu.Pyrrh.8 (pl.); of mathematical demonstrations, neatness, Iamb. in Nic.p.38P., al.: metaph., smoothness of manner, γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d.

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰφῠρία: ἡ, λειότης, στιλπνότης, Πλουτ. Πύρρ. 8· μεταφ., λειότης τρόπων, ἡμερότης, πρᾳότης, ὁ αὐτ. 2. 1065D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le poli (d’un métal, d’un objet en gén.) ; fig. politesse des mœurs.
Étymologie: γλαφυρός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 talento, delicadeza, elegancia γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d
plu. dotes, cualidades Plu.Pyrrh.8.
2 brillantez, claridad de demostraciones matemáticas, Iambl.in Nic.38, 39, 52, 68.

Greek Monolingual

γλαφυρία, η (Α) γλαφυρός
1. στιλπνότητα, λειότητα
2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια
3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα.

Greek Monotonic

γλᾰφῠρία: ἡ, στιλπνότητα, απαλότητα ενός πράγματος ή μιας συμπεριφοράς, σε Πλούτ.