δάσκιος: Difference between revisions
(8) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δάσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> με πυκνή [[σκιά]] («[[δάσκιος]] ὕλη» — σκιερό, πυκνό [[δάσος]])<br /><b>2.</b> [[δασώδης]] («δάσκια ὄρη»)<br /><b>3.</b> (για τα γένια) «δάσκιον [[γενειάδα]]» — τα [[μακριά]], [[πυκνά]] του γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό [[πρόθεμα]] <i>δα</i>- και β' συνθετικό τη [[λέξη]] [[σκιά]]. | |mltxt=[[δάσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> με πυκνή [[σκιά]] («[[δάσκιος]] ὕλη» — σκιερό, πυκνό [[δάσος]])<br /><b>2.</b> [[δασώδης]] («δάσκια ὄρη»)<br /><b>3.</b> (για τα γένια) «δάσκιον [[γενειάδα]]» — τα [[μακριά]], [[πυκνά]] του γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό [[πρόθεμα]] <i>δα</i>- και β' συνθετικό τη [[λέξη]] [[σκιά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δάσκιος:''' -ον (δα-, [[σκιά]]), αυτός που έχει πυκνή [[σκιά]], [[σκιερός]], [[θαμνώδης]], [[πυκνός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη [[γενειάδα]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (δα-, δκιά)
A thick-shaded, bushy, ὕλη Od.5.470, B.10.93, etc.; ὄρη E.Ba.218; γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13.
German (Pape)
[Seite 523] sehr schattig, schattenreich, von σκιά und δα – = ζα – = διά, vgl. δαφοινός. Bei Homer zweimal: δάσκι ος ὕλη Versende Iliad 15, 273, δάσκιον ὕλην Versende Odyss. 5, 470. – Folgende: ὄρη Eur. Bacch. 218; Ar. Th. 998; übertr., dicht, γενειάς Aesch. Pers. 316; Soph. Tr. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δάσκῐος: -ον, (δα-, σκιὰ) πυκνόσκιος, θαμνώδης, δρυμώδης, δασώδης, ὕλη Ὀδ. Ε. 470, κτλ.· ὄρη Εὐρ. Βάκχ. 218· ἐπὶ πώγωνος, Αἰσχ. Πέρσ. 316, Σοφ. Τρ. 13· πρβλ. δαυλός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aux ombrages épais (forêt);
2 p. anal. couvert de barbe.
Étymologie: δα-, σκιά.
English (Autenrieth)
(σκιά): thick-shaded, Il. 15.273 and Od. 5.470.
English (Slater)
δάσκιος
1 shady δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν (N. 6.43) ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e. ]δασκιον[ P. Oxy. 2445. fr. 12.
Spanish (DGE)
-ον
de espesas sombras, umbrío, tupido, espeso ὕλη Od.5.470, B.11.93, Mosch.5.7, Opp.C.2.73, 530, 3.391, 4.1, Colluth.193, 224, 356, Nonn.D.10.175, 20.279, cf. Hsch., ὄρη Semon.13.1, Pi.N.6.43, Ar.Th.997, E.Ba.218, γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13, cf. AP 15.24.2 (Simm.), ἕλος A.R.2.1283, Ἴδη Triph.324, ἄλσος AP 9.669 (Marian.), IG 5(1).455.1, οὔρεα Epigr.Anat.25.1995.66 (Bitinia II a.C.)
•fig. sombrío, oscuro πραπίδων δάσκιοι ... πόροι A.Supp.94, κατὰ δάσκιον ὄψιν bajo el aspecto sombrío (a causa de la barba) AP 11.368 (Iul.Antec.). • DMic.: da-zo (?).
• Etimología: De δα-σκιος, c. el prefijo aumentativo δα- (alteración de eol. ζα- < δια-), que aparece en δαφοινός y quizá en δασπλῆτις qq.u., o quizá de δασυ-σκ- c. haplol.; para el segundo término, cf. σκιά.
Greek Monolingual
δάσκιος, -ον (Α)
1. με πυκνή σκιά («δάσκιος ὕλη» — σκιερό, πυκνό δάσος)
2. δασώδης («δάσκια ὄρη»)
3. (για τα γένια) «δάσκιον γενειάδα» — τα μακριά, πυκνά του γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό πρόθεμα δα- και β' συνθετικό τη λέξη σκιά.
Greek Monotonic
δάσκιος: -ον (δα-, σκιά), αυτός που έχει πυκνή σκιά, σκιερός, θαμνώδης, πυκνός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη γενειάδα, σε Αισχύλ., Σοφ.