δεκάβοιος: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεκάβοιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] [[δέκα]] βοδιών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεκάβοιον</i><br />[[νόμισμα]] που ορίστηκε, όπως αναφέρεται, από τον Θησέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλφεσίβοιος]], [[εκατόμβοιος]])]. | |mltxt=[[δεκάβοιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] [[δέκα]] βοδιών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεκάβοιον</i><br />[[νόμισμα]] που ορίστηκε, όπως αναφέρεται, από τον Θησέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλφεσίβοιος]], [[εκατόμβοιος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεκάβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που αξίζει [[ίσαμε]] [[δέκα]] βόδια· <i>τὸ δεκάβοιον</i>, [[νόμισμα]] αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (βοῦς)
A worth ten oxen, τὸ δ. a coin attributed to Theseus, Plu. Thes.25; δεκάβοιον ἀποτίνειν, from a law of Draco, Poll.2.61.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Rinder werth, Plut. Thes. 25.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάβοιος: -ον, (βοῦς), ἀξίζων δέκα βοῦς, τὸ δεκ., νόμισμα ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Θησέα, Πλούτ. Θησ. 25· δεκάβοιον ἀποτίνειν, ἔκ τινος νόμου τοῦ Δράκοντος, Πολυδ. Β΄, 61, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du prix de dix bœufs.
Étymologie: δέκα, βοῦς.
Greek Monolingual
δεκάβοιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία δέκα βοδιών
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάβοιον
νόμισμα που ορίστηκε, όπως αναφέρεται, από τον Θησέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -βοιος < βους (πρβλ. αλφεσίβοιος, εκατόμβοιος)].
Greek Monotonic
δεκάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει ίσαμε δέκα βόδια· τὸ δεκάβοιον, νόμισμα αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ.