δημοτελής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημοτελής]], -ές (Α)<br />αυτός που γίνεται με δαπάνες του δημοσίου ή με τη [[συμμετοχή]] του λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]], [[τέλη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α-τελής</i>)].
|mltxt=[[δημοτελής]], -ές (Α)<br />αυτός που γίνεται με δαπάνες του δημοσίου ή με τη [[συμμετοχή]] του λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]], [[τέλη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α-τελής</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημοτελής:''' -ές ([[τέλος]]), αυτός που υλοποιείται με δημόσια [[δαπάνη]], [[δημόσιος]], [[κοινός]], [[εθνικός]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοτελής Medium diacritics: δημοτελής Low diacritics: δημοτελής Capitals: ΔΗΜΟΤΕΛΗΣ
Transliteration A: dēmotelḗs Transliteration B: dēmotelēs Transliteration C: dimotelis Beta Code: dhmotelh/s

English (LSJ)

ές, (τέλος)

   A at the public cost, θυσίη Hdt.6.57, cf. Pl.Lg.935b, Plb.6.53.6, CIG3493.7 (Thyatira); ἑορτή Th.2.15, cf. OGI56.41 (iii B. C.); πανάγυριν δαμοτέλην (sic) IG12(2).645.44 (Nesus); δ. ἱερὰ τελεῖν Orac. ap. D.21.53.    2 with public authority, sovereign, ἐκκλησία AJA18.324 (Sardis). Adv. -λῶς Suid.    II epith. of Demeter, IG12(7).4.5 (Amorgos).

German (Pape)

[Seite 565] ές, auf Staatskosten, öffentlich; ἱερά, Hesych. εἰς ἃ θύματα δίδωσιν ἡ πολις; Dem. 59, 85, womit Aesch. 1, 21 εἰς τὰ δ. ἱερὰ εἰσιέναι zu vgl.; so θυσία Her. 6, 57; Plat. Legg. XI, 935 b; ἑορτή Thuc. 2, 15; πομπή Luc. Amor. 39; u. a. Sp.; vgl. δημοτικός.

Greek (Liddell-Scott)

δημοτελής: -ές, (τέλος) δι’ ἐξόδων τοῦ δημοσίου, δημόσιος, θυσία Ἡρόδ. 6. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 3493. 9· ἑορτή Θουκ. 2. 15· δημ. ἱερὰ τελεῖν Δημ. 531. 25· τὰ ἱερὰ τὰ δ., ἀντίθετον τὰ ἰδιωτικά, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 9. ― Ἐπίρρ. -λῶς Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
accompli ou célébré au nom ou aux frais de l’État.
Étymologie: δῆμος, τέλος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): dór. y eol. δαμ- Sokolowski 3.56.15 (Cleonas VI a.C.), IAdramytteion 34A.44 (IV a.C.)

• Morfología: [ac. -τέλην IAdramytteion l.c.]
I 1público, oficial esp. de celebraciones relig. sufragadas por el estado hιαρόν Sokolowski l.c., cf. Tit.Cam.109.18 (IV a.C.), θυσίη Hdt.6.57, Pl.Lg.935b, Theopomp.Hist.104, Plb.6.53.6, IPrusa 1001.15 (II a.C.), IEphesos 987.19 (I a./d.C.), TAM 5.983.10 (Tiatira II d.C.), Ath.425a, Hld.5.13.1, ἑορτή Th.2.15, cf. OGI 56.41 (III a.C.), I.AI 2.45, Ph.1.28, Charito 1.1.4, D.C.47.7.4, Origenes Cels.8.23, Chrys.M.55.348, ἀγῶνες IG 12(8).2.13 (Lemnos V/IV a.C.), πανήγυρις IAdramytteion l.c., OGI 56.34 (Egipto III a.C.), πομπή Thphr.Fr.103, Luc.Am.39, σύνοδοι Robert, Noms Indigènes 458.26 (Capadocia II a.C.), εὐωχία LXX 3Ma.4.1, σπονδαί Ath.561e, ἑστιάσεις καὶ ἐπιδόσεις IManisa 52.12 (I/II d.C.), ἡμέραι δημοτελεῖς días de fiesta pública, PTor.Choachiti 12.8.16 (II a.C.), δ. ἐκκλησία asamblea pública, Sardis 8.34 (I a.C.)
de lugares de culto ἱερὰ δημοτελῆ templos para el culto oficial D.59.85, 86, Aeschin.1.21, 183, Hsch.
de cargos relig. ἱερεῖς δημοτελεῖς sacerdotes oficiales, SEG 36.752.43 (Mitilene IV a.C.), SEG 33.679.13 (Paros II a.C.), ICos ED 82.47 (II a.C.), IC 383.16 (heleníst.), μυστηρίων ἱερουργός Gal.14.212, ἱεροφάντης IEphesos 10.11 (III d.C.).
2 p. ext. de dioses que recibe culto oficial Διόνυσος Orác. en D.21.53 (cód.), IG 12(9).20 (Caristo II d.C.), Δημήτηρ IG 12(7).4.5 (Amorgos IV/III a.C.), Ἀπόλλωνι κα[ὶ] Ἀρτάμ[ιτι θεοῖς δα] μοτελέσιν SEG 9.4.35 (Cirene I a.C.).
II adv. -ῶς públicamente ἡμέρα ... ἣν ἄγουσιν Ἰουδαῖοι δ. Didym.in Zach.3.32, cf. Sud.

Greek Monolingual

δημοτελής, -ές (Α)
αυτός που γίνεται με δαπάνες του δημοσίου ή με τη συμμετοχή του λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -τελής < τέλος, τέλη (πρβλ. α-τελής)].

Greek Monotonic

δημοτελής: -ές (τέλος), αυτός που υλοποιείται με δημόσια δαπάνη, δημόσιος, κοινός, εθνικός, σε Ηρόδ., Θουκ.