διαπομπεύω: Difference between revisions
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[διαπομπεύω]]) [[πομπεύω]]<br />[[υποβάλλω]] κάποιον σε [[διαπόμπευση]], τον [[περιφέρω]] για χλευασμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] την [[πομπή]] [[προς]] το [[σημείο]] τερματισμού<br /><b>2.</b> [[περιφέρω]] και [[κερνάω]] ([[κρασί]], [[νερό]] <b>κ.ά.</b>) | |mltxt=(AM [[διαπομπεύω]]) [[πομπεύω]]<br />[[υποβάλλω]] κάποιον σε [[διαπόμπευση]], τον [[περιφέρω]] για χλευασμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] την [[πομπή]] [[προς]] το [[σημείο]] τερματισμού<br /><b>2.</b> [[περιφέρω]] και [[κερνάω]] ([[κρασί]], [[νερό]] <b>κ.ά.</b>) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαπομπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[οδηγώ]] την [[πομπή]] σε [[περάτωση]], (την) [[ολοκληρώνω]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A carry the procession to an end, Luc.Nec.16; Ράριον ὀργειῶνα νόμῳ -πομπεύουσα prob. in Hermesian.7.19. II carry all round, ὕδωρ Critias1.7D.
German (Pape)
[Seite 596] den Aufzug zu Ende führen, εἰς τέλος, Luc. Necyom. 16; übh. herumgeben, ὕδωρ, Critias bei Ath. XIII, 600 e.
Greek (Liddell-Scott)
διαπομπεύω: φέρω τὴν πομπὴν εἰς τὸ τέλος, Λουκ. Νεκυομ. 16. ΙΙ. φέρω πέριξ, περιφέρω, ὕδωρ Κριτίας 7. 7.
French (Bailly abrégé)
mener jusqu’au bout un cortège, une procession.
Étymologie: διά, πομπεύω.
Spanish (DGE)
1 tr. enviar, servir haciendo la ronda ceremonial del banquete ἔστ' ἂν ὕδωρ οἴνῳ συμμειγνύμενον κυλίκεσσιν παῖς διαπομπεύῃ mientras que el muchacho sirva la ronda del agua mezclada con vino en las copas Critias Eleg.8.7, Ῥάριον ὀργειῶνα νόμῳ διαπομπεύουσα Δημήτρᾳ Hermesian.7.19, τὴν κεφαλὴν ... τῷ στρατῷ τῶν ὁμοφύλων διαπομπεύων enviando la cabeza (de un enemigo) al ejército de sus compatriotas Gr.Nyss.Eun.2.5.
2 intr. celebrar una procesión οὐκ ἐῶσα εἰς τέλος διαπομπεῦσθαι ὡς ἐτάχθησαν Luc.Nec.16.
Greek Monolingual
(AM διαπομπεύω) πομπεύω
υποβάλλω κάποιον σε διαπόμπευση, τον περιφέρω για χλευασμό
αρχ.
1. οδηγώ την πομπή προς το σημείο τερματισμού
2. περιφέρω και κερνάω (κρασί, νερό κ.ά.)
Greek Monotonic
διαπομπεύω: μέλ. -σω, οδηγώ την πομπή σε περάτωση, (την) ολοκληρώνω, σε Λουκ.