διορία: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(9) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dioria | |Transliteration C=dioria | ||
|Beta Code=diori/a | |Beta Code=diori/a | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[διωρία]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 19:05, 10 December 2020
English (LSJ)
A v. διωρία.
Spanish (DGE)
v. 2 διωρία.
Greek Monolingual
η (AM διορία, Α και διωρία)
καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία
μσν.
κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α)· + -ορία < -ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α)· + -ωρία < -ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί όρος].