διορία: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(9)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioria
|Transliteration C=dioria
|Beta Code=diori/a
|Beta Code=diori/a
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[διωρία]].</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[διωρία]].</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 19:05, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορία Medium diacritics: διορία Low diacritics: διορία Capitals: ΔΙΟΡΙΑ
Transliteration A: dioría Transliteration B: dioria Transliteration C: dioria Beta Code: diori/a

English (LSJ)

   A v. διωρία.

Spanish (DGE)

v. 2 διωρία.

Greek Monolingual

η (AM διορία, Α και διωρία)
καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία
μσν.
κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α+ -ορία < -ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α+ -ωρία < -ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί όρος].