Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
Full diacritics: διορία | Medium diacritics: διορία | Low diacritics: διορία | Capitals: ΔΙΟΡΙΑ |
Transliteration A: dioría | Transliteration B: dioria | Transliteration C: dioria | Beta Code: diori/a |
v. διωρία.
v. 2 διωρία.
η (AM διορία, Α και διωρία)
καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία
μσν.
κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α)· + -ορία < -ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α)· + -ωρία < -ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί όρος].