διορία

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορία Medium diacritics: διορία Low diacritics: διορία Capitals: ΔΙΟΡΙΑ
Transliteration A: dioría Transliteration B: dioria Transliteration C: dioria Beta Code: diori/a

English (LSJ)

v. διωρία.

Spanish (DGE)

v. 2 διωρία.

Greek Monolingual

η (AM διορία, Α και διωρία)
καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία
μσν.
κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α+ -ορία < -ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α+ -ωρία < -ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί όρος].