δυσπαρακολούθητος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσπαρακολούθητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος.
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσπαρακολούθητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπαρακολούθητος:''' досл. за которым трудно следовать или следить, перен. малопонятный, непостижимый ([[πρᾶγμα]] Men.).
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: δυσπαρακολούθητος Low diacritics: δυσπαρακολούθητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparakoloúthētos Transliteration B: dysparakolouthētos Transliteration C: dysparakoloythitos Beta Code: dusparakolou/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to follow, i. e. hard to understand, Men.490, D.H.Pomp.5, Corn.ND7, J.AJ11.3.10, Arr.Epict.2.12.10.    II Act., hard of understanding, dull, M.Ant.5.5 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 686] 1) dem man schwer folgen kann, schwer zu begreifen, Dion. Hal. iud. Thuc. 9 u. a. Rhett. – 2) schwer folgend, begreifend, M. Anton. 5, 5, im compar., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. δυσνόητος, δυσκατάληπτος, Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. μετὰ δυσκολίας ἐννοῶν, νωθρός, Μ.Ἀντων. 5. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à suivre, à comprendre;
2 qui suit ou comprend avec peine.
Étymologie: δυσ-, παρακολουθέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de seguir, e.e., difícil de entender δυσπαρακολούθητόν τι πρᾶγμ' ἐστὶν τύχη Men.Fr.380, la estructura del discurso, D.H.Pomp.5.2, Th.29.1, Is.14.4, ἡ φράσις D.H.Amm.2.15.1, ἡ διαίρεσις τῶν χρόνων D.H.Th.9.4, cf. Corn.ND 7, ἡ διήγησις I.AI 11.68, ῥήματα Arr.Epict.2.12.10, ἡ σύνθεσις Demetr.Eloc.4, λόγια Iambl.VP 247.
2 que entiende con dificultad de pers., M.Ant.5.5, Iambl.VP 74, Sch.Ar.Nu.629.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπαρακολούθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, δυσνόητος
αρχ.
αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαρακολούθητος: досл. за которым трудно следовать или следить, перен. малопонятный, непостижимый (πρᾶγμα Men.).